United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάγεψε μου την, Μάγισσα, και ζήτησε ό, τι θέλεις, Διαμάντια για τους κόπους σου, φλωριά για τες ορμήνιες Κι’ είμαι ικανός και πρόθυμος να σε καλοπληρώσω. Τότε γυρίζει η Μάγισσα και σιγανά του λέγει: — Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος.

ΚΟΡΔ. Αποχωρίζετ' από σας, διαμάντια του πατρός μας, η Κορδηλία η πτωχή με δάκρυατα μάτια. Ηξεύρω τι αξίζετε· αλλ' αδελφή σας είμαι· με τ' όνομά των να ειπώ τα ελαττώματά σας δεν θέλω. 'Σ τον πατέρα μας φιλόστοργα φερθήτε. Ας είναι η αγάπη σας κατά την καύχησίν σας. Εμένα τώρ', αλλοίμονον, δεν θέλει να με 'ξεύρη, ειδέ απ' άλλην σύστασιν ανάγκην δεν θα είχε. Ώρα καλή!

Το αίμα έτρεχε απ' τα χέρια μας. Και προχωρούσαμε στο σκοτάδι. Πηγαίναμ' εμπρός. Μονάχοι, εγώ και ο Άλλος... Άξαφνα, μιαν ανοιξιάτικη αυγή, που ο ήλιος έλαμπε απάνω στη δροσολουσμένη πρασινάδα και τη γέμιζε διαμάντια, και τα περιβόλια σκορπούσαν ευωδίες λογιώνλογιών στον αέρα, φανερώθηκε στη χώρα, δειλός και μαζεμμένος, ο όμορφος τρελλός.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.

Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σουχαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμαΔες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.

Όλοι οι αυλικοί έμεναν εκστατικοί και όλες η κυρίες άπλωσαν το χέρι για να λάβουν από ένα από τα διαμάντια που άρχισεν ο σοφός της Ολλάνδας να μοιράζη.

Μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά της είπε τότε: — Εγώ θα της χαρίσω τα μάγουλά της. Μια ανθισμένη βυσσινιά έσκυψε τα κλαδιά της και της είπε στο αυτί: — Κ' εγώ τα χειλάκια της. Ένα λευκό κρίνο περήφανο είπε: — Κ' εγώ με τα φύλλα μου θα πλάσω το κορμάκι της. Τα διαμάντια και τα ζαφείρια από τα φιδωτά δρομαλάκια της είπαν: — Εμείς θα της χαρίσωμε δυο μάτια, που θα λάμπουν περισσότερο από μας.

Σκουλαρήκια περίλαμπρα και μεγάλα· αρμαθιές μαργαριτάρια και διαμάντια κρεμασμένα κι από τα δυο τα μηλίγγια, που κατέβαιναν ως τα μάγουλα και λαμποκοπούσανε· στήθια και πλάτες ολομέταξη και διάφανη σκέπη· μέση περιζωσμένη με χρυσοκόλλητη και μαργαριτοσκέπαστη ζώνη· πέδιλα στα πόδια μεταξένια ή βυσσινιά χρυσοξόμπλιαστα.

Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν, και ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον βασιλέα.

Ο βασιληάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τες κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό: «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γείνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου που είνε τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχη και χρειαστώ χρήματα, 'μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ' εδώ, και αν ξανακάμης άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».