United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως οι Τρωαδίται την Ελένην, ούτω και οι Σουλιώται έτρωγον διά των οφθαλμών το άλογον του Αλή: Ο Λάμπρος τ' ώβλεπε κι' από τη ζήλεια Κρυφά αναστέναξε, δαγκάει τα χήλια. «Άτι περήφανο να σ' είχα 'γώ Μέσατα Γιάννινα ήθελα μπω

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δεν είμ’ εγώ στολίδια αντρός να με τρομάξουν κι ούτε λαβωματιές δίνουνε τα σημάδια° φούντες, κουδούνια δε δαγκάνουν δίχως δόρυ, κ’ η νύχτ’ αυτή που λες επάνω στην ασπίδα πως είναι, αστράφτοντας με τ’ ουρανού τ’ αστέρια, μάντης μπορεί με κάποια σημασία να γίνη° γιατί αν η νύχτα του θανάτου πέση επάνω στα μάτια αυτού, που το περήφανο έχει το σημάδι, σωστά και δίκια θεν’ αξίζη τ’ όνομά του κι αυτό πόχει να πάθη ο ίδιος θα μαντέψη.

Τότε θαρθή περήφανο το γένος να χτυπήση Τη θύρα της Αγιάς Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα, Τα σιδερένια μάνταλα, 'ς την προσταγή θα πέσουν, Κ' εκεί που τώρ' ανάσκελα, μ' ολόρθα δαγκανάρια Με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκει Το μισοφέγγαρο χρυσό, σαν νάθελε με πείσμα Αφ' ου μας έφαγε τη γη, να πιη τον ουρανό μας, Ο Σταυρωμένος θα σταθή... Μην κλαις... είναι δική μας.

Ενώ συζητούσανε γι' αυτό το σπουδαίο θέμα, περιμένοντας πάντα την Κυνεγόνδη, ο Αγαθούλης παρατήρησε ένα νεαρό θεατίνο στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, που κρατούσε στο μπράτσο του μια κοπέλλα. Ο θεατίνος φαινότανε πολύ δροσερός, παχουλός, δυνατός. Τα μάτια του λάμπανε, το ύφος του ήτανε όλο πεποίθηση, το ανάστημά του ψηλό, το βάδισμά του περήφανο.

Φεύγετε; ακούστηκε αναγελάστρα η φωνή του Θεομίσητου. Ο αρχαιολόγος, βλέπω, σας διώρθωσε. Η κυρά Πανώρια γύρισε αλλού το κεφάλι της. Αηδίαζε και να τον βλέπη. Όχι τόσο για την αμάχη που είχε στη φαμελιά της όσο για την ταπεινή σειριά του τον συχαινότανε. Της άρεσε κ' εκείνης να μεγαλοπιάνεται. Να σκλαβωθή από έναν περήφανο πολεμιστή το είχε για παίνια της.

Μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά της είπε τότε: — Εγώ θα της χαρίσω τα μάγουλά της. Μια ανθισμένη βυσσινιά έσκυψε τα κλαδιά της και της είπε στο αυτί: — Κ' εγώ τα χειλάκια της. Ένα λευκό κρίνο περήφανο είπε: — Κ' εγώ με τα φύλλα μου θα πλάσω το κορμάκι της. Τα διαμάντια και τα ζαφείρια από τα φιδωτά δρομαλάκια της είπαν: — Εμείς θα της χαρίσωμε δυο μάτια, που θα λάμπουν περισσότερο από μας.

Τη θέσι μου »'Τ αξίωμά μου χάνω,» « Σεις! πρώτοι, σεις αδέλφια μου, » Γκούρα μου· και Κωλέτη, . » Σεις, πρώτοι σεις σκωθήκαταν » Απάνω μου. Σεις πρώτοι »'Στή φυλακή μ' ερρίξαταν » Μ' εκάματαν δεσμώτη! » Σεις, πρώτοι του θανάτου μου » Γενήκαταν οι αίτιοι! . . .» Και να!, όλος γεράματα Με 'σκορπισμένη χαίτη Σηκόνετ' ένας γέροντας. 'Σάν έλατ' ωρθωμένο. Με μέτωπο 'περήφανο. Κι' απάνω χιονισμένο.

Ως εδώ ήτον γραμμένο να βλαστήση και να κλαρωθή το περήφανο δέντρο της αρχοντιάς του δόλιου Αζώηρου. Σαν σάρακας είχε φωλιάσει μέσ' 'ςτόν κορμό του της γυναίκας του η αρρώστεια, και το κουφάλιαζε λίγο λίγο.

Εγώ θα σου πω τάχα ποτέ μου πως δεν είναι αδέρφια όλοι του κόσμου οι λαοί; Μήπως δεν το ξέρουμε πως ο καθένας κάτι μαθαίνει, κάτι χαρίζει του αλλουνού; Ίσα ίσα γι' αφτό, παιδί μου, προτού να μιλής, προτού να μας κάμης τον περήφανο, θαρρώ πως πρέπει να γυρέψης να δης τι κρύβγει μέσαθέ του ο δικός σου ο λαός, που δεν το σκάλιξες ως τώρα, και τότες πια να καταλάβης αν από το λαό το δικό σου δεν μπορεί να ξανοίξη ο νους, να πολλαπλασιαστή, που λες, κ' η ψυχή των αλλωνώνε.

Κι αν τον εβόηθαγε, μωρέ παιδιά, κ' η αναθεματισμέν' η Φραγκιά, εγώ σας το λέω πως μέσ' την Πόλη μια μέρα θα να 'μπαινε και θα να 'σταινε μέσ' τ' Ατ-μεϊντάν το περήφανο φλάμπουρό του, μέσ' εκεί που σήμερ' ανεμίζουν τα τούγια και λάμπουν τα μισοφέγγαρα.... Τι με τηράτε με τέτοια παραξενιά; Ο ίδιος ο Σουλτάνος ο Μουχαμέτης το είπε, πως αν ο Σκεντέρμπεης ήθελεν έχει ανώτερη δύναμη, δίχως άλλο όλον τον κόσμο ήθελε βάλει από-κάτου από το φλάμπουρό του!