United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί που έφευγε το πιο μικρό ήθελε ακόμη να του πη κάτι στο αυτί. Του εμπιστεύθηκε πως όλα τα μεγαλύτερά του αδέλφια είχαν γράψει ωραίες ευχές για τον καινούριο χρόνοτόσο μεγάλες! — μια για τον μπαμπά, μια για τον Αλβέρτο και την Καρολίνα, και μια άλλη για τον κύριο Βέρθερο· θα της έδιναν την πρωτοχρονιά το πρωί-πρωί.

Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα και ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ.

Εις τον μακρύν τεράστιον κορμόν του ανέβαινον ακόμη η μάγκες και τα νοικοκυρόπουλα, κ' εκτυπούντο και ελικνίζοντο, μέχρις ου καταστρέψωσι κι' αυτό το σωζόμενον κλήμα, όπως είχον καταστρέψει και τ' άλλα γείτονα αδέλφια του. Εις την κρήνην εποτίζοντο έν κοπάδι πρόβατα, του Γιώργη του Πολύχρονου, και έν απόλυον, του Κώστα του Βαβήλα, εγκαρδιακού αδελφού του.

Για δες μας, Μαρία, δεν μοιάζουμε σαν αδέλφια! Κατεργάρη! Μ α ρ ί α Λοιπόν το ίδιο βράδυ, όταν ο ήλιος άπλωνεν εις την δύσι του κατακόκκινας πέπλους επαντρευθήκαμεν. Τι ωραία βραδειά Αί! Κώστα! Τρέλλα τρέλλα! Τι κρίμα, που δεν είσαστε, εκεί Κα Μ ε μ ι δ ώ φ θα σκάσω! Μ α ρ ί α. Χιλιάδες πουλιά ετραγουδούσαν γύρω μας.

« Για ακούστε, λέγει, αδέλφια μου, » Και τη 'δική μου νειότη. » Ταις μάναις, όσαις έκαμα » Μεςτη ζωή μου όλη, » Καιτη στερνή πώς μ' έφαγε » Το φλογισμένο βόλι. » Το πρώτο μου πολέμησα «'Σ το έρμο το Κομπότι

« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.

Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

Ετελείωσαν το πτωχικόν των δείπνον και έβαλε τ' αδέλφια της να κοιμηθούν, αφού έκαμαν και τα τρία τον σταυρόν των. Πεταχτή, πεταχτή, ητοίμασε και όλα όσα θα εχρειάζοντο το πρωί διά να μην έχη αυτήν την φροντίδα η μητέρα της· λυπημένη και κουρασμένη η μητέρα είχε γύρει και είχεν αποκοιμηθή. Αλλ' η Φρόσω δεν έστρωσε να κοιμηθή και αυτή.

Μ’ ανάγκασαν να βγω στη ζητιανιά, εγώ όμως, πρέπει να σου πω, κράτησα την αθωότητά μου: δεν έκανα ποτέ κακό σε κανένα. Ο Κύριος όμως με βοήθησε πάντα. Πρώτα ο Ζουάν Μαρία, ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή του, κι έπειτα αυτός υπήρξαν οι σύντροφοί μου, τ’ αδέλφια μου, όπως οι άγγελοι που συντρόφευαν τον Τωβία.

Γιατί όμως να μη κάμη το κέφι του κι' ο αμαξάς, αφού έχει κι' εκείνος προστασία, τα δικαίωμα δηλαδή να μας σακατεύη με το αμάξι του, καθώς ο χασάπης κι' ο μανάβης να μας αρρωστούν με τη σαπίλα και την αποφορά τους; Αξαπλώνοντας το πέμπτο μου παιδί κοντά εις τ' αδέλφια του, εσυλλογούμουν με πίκρα και με καϋμό, πως εις το νεκροταφείον της Βάθειας δεν θα είχα ούτε καν την παρηγοριά να σκάψω το λάκκο κανενός υπουργού, βουλευτή, νομάρχη, δημοτικού συμβούλου, ή άλλου προστάτη των φονιάδων, γιατί όλους αυτούς τους πηγαίνουν εις το αρχοντικό νεκροταφείο.