United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του: Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου! Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν όμως και την ψυχή.

Για σένα όμως δεν είταν έτσι τα πράματα, Είχες πίσω από τον πατέρα σου μια περιουσία ολάκερη. ΣΤΑΥΡΟΣ Η επιστήμη σήμερα, πατέρα, χρεοκόπησε στον τόπο μας, και μάλιστα η νοθεμένη επιστήμη που έχει σ' εμάς πέραση. Χρειαζόμαστε δουλειά, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, δουλειά που να μας μπάση δύναμη και να μας φέρη την οικονομική προκοπή στη χώρα, που ρέβει σήμερα από τη στασιμότητα και τη σαπίλα.

Αμή!... τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα πέλαγα εσείς δεν ήστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα σας!... Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει πλέον όρεξι για τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον έρριξαν στα γηρατειά· τα γηρατειά σαπίλα ενέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι βρέχει στον Όλυμπο!

Επειδή της ιδέας οι αλυσίδες εύκολα δε σπάνουν, και μήτε θέλει ο υποταγμένος της να τις σπάση, μια και καλοδεθή. Μα η δύναμη αυτή του Ελληνισμού, που σκόρπισε ατέλειωτη ζωή και καλοτυχιά στην οικουμένη, που βάφτισε τον κόσμο μέσα σταθάνατο νερό της αλήθειας, άφινε σαπίλα και θάνατο μέσα στη μεγάλη καρδιά του.

Γυναίκες είναι μοναχά από την μέσην κι' άνω, 'ς τα κάτω είναι Κένταυροι! Εις τους θεούς ανήκει έως την μέσην το κορμί! 'Σ τον διάβολον τα κάτω! Εκεί 'ναι σκότος, κόλασις και ζεματά και καίει. Εκεί θειάφι και καπνός και βρώμα και σαπίλα!... Πουφ, πουφ, φούχι! Φαρμακοπώλη, δος μου μίαν ουγγιάν μόσχον να μυρίσω την φαντασίαν μου. Να χρήματα. ΓΛΟΣΤ. Ω! δόσε μου το χέρι σου να το φιλήσω.

Γιατί όπιος τάχατε έχοντας καλά άλογα κι' αμάξια θαρρέβει, και συχνά άσκοπα ζερβά δεξά αλαργέβει, 320 σαστίζουν τότες τ' άλογα και βασταγμό δεν έχουν· μα πες τραβάς πιο οκνά άλογα, μα τη δουλιά κατέχεις, πάντα στην άκρη ίσα τηράς, ως που να φτάσει η ώρα να δώκεις δρόμο και κοντά να στρίψεις δίχως λάθος. 324 Ξάστερη η άκρη, θα σ' την πω και δε γελιέσαι, μα άκου. 326 Όξω απ' το χώρα ως μιαν οργιά στέκει ξερό 'να ξύλο, πέφκο ή οξά π' από βροχή σαπίλα δε γνωρίζουν· ζερβόδεξα το συγκρατούν διο πέτρες ασπρισμένες στο σταυροδρόμι, κι' ομαλό πάει γύρω αμαξοστράτι· 330 καν σύνορο τις έστησαν καν μνήμα οι πριν αθρώποι.