Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναϊκή εφημερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ' αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελλοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφάλια, — και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω.
Και ένα θεοκάραβο αγκυροβολημένον κάτω εκεί, μου φαίνεται ωσάν να είναι βάρκα, και 'σάν φελλόν την βάρκα του την διακρίνω μόλις. Εδώ επάνω η βοή δεν φθάνει των κυμάτων, που σπάνουν 'ς την ακρογιαλιά και βράζουν 'ς τα χαλίκια τ' αμέτρητα κι' αναίσθητα. — Δεν ξαναβλέπω κάτω, μη μου γυρίση η κεφαλή και ζαλισθή το φως μου και πέσω κατακέφαλα! ΓΛΟΣΤ. Βάλε μ' εκεί 'πού στέκεις.
Αν οι Ιστορικοί παραδέχουνταν πως το Βυζαντινό το Κράτος αρχίνησε το δρόμο του μαζί με τον Κωσταντίνο, αγάλι αγάλι παίρνοντας το χρώμα, το χαρακτήρα και τη γλώσσα του τόπου, ώσπου έγινε καθάριο ρωμαίικο, αντίς να σπάνουν τα κεφάλια τους πασκίζοντας να βρούνε σε τίνος Βασιλεία έπαψε να είναι ρωμαϊκό κι αρχίνησε να γίνεται ρωμαίικο, και πιο κοντά στην αλήθεια θα πήγαιναν κι από μεγάλη σύχυση θα μας γλύτωναν.
Στεκάμενος όμως από το θρόνο του ο Αθανάσιος, ήμερος κ' υπομονητικός καθώς πάντα, παρακινούσε τους πιστούς να συχάζουνε, ψέλνοντας ένα νικητήριο ψαλμό του Δαβίδ. Σπάνουν τέλος τις θύρες οι στρατιώτες, και πέφτουν τα βέλη μέσα βροχή. Ξάστραψαν τα σπαθιά κ' οι αρματωσιές από τα φώτα των πολυελαίων καθώς πρόβαλαν οι στρατιώτες και χυμίξανε μέσα.
Όλη το λοιπόν η προστυχιά της Πόλης, άντρες, γυναίκες, και κάμποσοι Αρειανοί καλόγεροι, ξεκινούνε μια μέρα από τη Μητρόπολη της Αγιά Σοφιάς, σπάνουν τις θύρες της Αγίας Αναστασίας, και ρημάζουν το παρακκλήσι με λιθάρια, με μαγκούρες και μαναμμένα δαδιά. Πήγε να πεθάνη από τη λύπη του ο δύστυχος ο Γρηγόριος.
Επειδή της ιδέας οι αλυσίδες εύκολα δε σπάνουν, και μήτε θέλει ο υποταγμένος της να τις σπάση, μια και καλοδεθή. Μα η δύναμη αυτή του Ελληνισμού, που σκόρπισε ατέλειωτη ζωή και καλοτυχιά στην οικουμένη, που βάφτισε τον κόσμο μέσα σταθάνατο νερό της αλήθειας, άφινε σαπίλα και θάνατο μέσα στη μεγάλη καρδιά του.
Μια Ψηλοτοπίτισσα νάρθη και ν' αδιαντροπιάζη μες στο χωριό τους! Να φυλάγουν και τέτοιον παπά! Και καλά να τους πιάσουν αμέσως, και να τους ρεζιλέψουν. Και δίχως λέξη να πουν του γέρο Θωμά, βαλθήκανε στη δουλειά. Πήγανε μερικοί με μαγκούρες και τριγύριζαν το κελλί ένα σαβατόβραδο. Χτυπούν την πόρτα, — σιωπή. Σπάνουν την πόρτα και μπαίνουν. Η πιτρόπισσα λιγοθυμισμένη, ο παπάς σαστισμένος.
Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι. Μη μου λες πως τα μεγαλώνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν