United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατάντικρύ μου έρχεται... Εσύ, τι πράγμα είσαι; Θεός μην είσαι; Άγγελος, ή Δαίμονας; Με κάμνεις κ' αι τρίχες μου ορθόνονται, το αίμα μου παγόνει... Ειπέ τι είσαι; Η ΣΚΙΑ Ο κακός ο δαίμων σου, ω Βρούτε. ΒΡΟΥΤΟΣ Τι θέλεις κ' ήλθες; Η ΣΚΙΑ Να σου 'πώ πώς θα μ' ιδής και πάλιν εις τους Φιλίππους. ΒΡΟΥΤΟΣ Α! καλά! Λοιπόν σε ξαναβλέπω; Η ΣΚΙΑ Ναι·τους Φιλίππους...

Αχ, εγώ σε ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω και να αποθάνω.

Και γιατί κ' οι δυο είστε καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα στην Τουρκία; — Είναι αλήθεια, πως η αγαπημένη μου αδερφή βρίσκεται σ' αυτόν τον τόπο; ρωτούσε ο βαρώνος. — Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός. — Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης. Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί.

Με γνωρίζει εμένα, θα σου μάθω όμως και σένα τον τρόπο να το ημερεύης. ΑΝΝΟΥΛΑ Να μάθουμε όλοι τον τρόπο, κ' εγώ, κ' η γιαγιά. Καλώς ώρισες. Χαίρουμαι που σε ξαναβλέπω. ΣΤΑΥΡΟΣ Ευχαριστώ, πατέρα. ΑΝΝΟΥΛΛΑ Ξέρεις, πατέρα, ο Σταύρος ήρθε να μείνη για πάντα πια μαζί μας. ΦΙΝΤΗΣ Το πιθυμώ και γω. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! παιδιά μου, παιδιά μου, αυτή η στιγμή για μένα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου.

Τι άλλο θέλετε να σας πω πρώτα πρώτα παρά τη χαρά μου, τώρα πού βρίσκουμαι μεταξύ σας, τώρα που ξαναβλέπω την πατρίδα; Της πατρίδας η αγάπη είναι ριζωμένη μέσα στη μέση της καρδιάς. Γεννιέται με την ψυχή μας, σ' ολωνών τα στήθια φυτρώνει, και για να φυτρώση, φτάνει να γεννηθούμε.

Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.

Δίχως άλλο γυρίζει από τη φίλη του και βλέπει ακόμη όνειρα γι' αυτή. Δε θάτανε ευγενικό να τον ξυπνήσουμε. Μόνο ακολούθα με από μακρυά». Έφτασε τον Ντινάς, έπιασε σιγά το άλογο από τα γκέμια, κι' αθόρυβα εβάδισε δίπλα του. Στο τέλος ένα σκόνταμα του αλόγου ξύπνησε τον Ντινάς. Ανοίγει τα μάτια, βλέπει τον Τριστάνο, διστάζει: «Συ, Τριστάνε, εσύ! Ο Θεός να ευλογήση την ώρα που σε ξαναβλέπω.

Και ένα θεοκάραβο αγκυροβολημένον κάτω εκεί, μου φαίνεται ωσάν να είναι βάρκα, και 'σάν φελλόν την βάρκα του την διακρίνω μόλις. Εδώ επάνω η βοή δεν φθάνει των κυμάτων, που σπάνουντην ακρογιαλιά και βράζουντα χαλίκια τ' αμέτρητα κι' αναίσθητα. — Δεν ξαναβλέπω κάτω, μη μου γυρίση η κεφαλή και ζαλισθή το φως μου και πέσω κατακέφαλα! ΓΛΟΣΤ. Βάλε μ' εκεί 'πού στέκεις.

Εγώ, που βλέπεις, γέννημα και θρέμμα είμ' αρχόντων και κάτι 'ξεύρω, που αυτήν την εντολήν σου δίδω. ΙΠΠΟΤ. Σε ξαναβλέπω. ΚΕΝΤ Όχι! Μη! — Διά να σ' αποδείξω ότ' είμ' εγώ καλλίτερος απ' ό,τι με νομίζεις, άνοιξ' αυτό μου το πουγγί και ό,τι έχει πάρτο. — Την Κορδηλίαν αν ιδής, καθώς ελπίζω, φίλε, το δακτυλίδι δείξε της αυτό εδώ, και τότε το άγνωστόν μου όνομα θα μάθης απ' εκείνην. Τι τρικυμία φοβερά!