United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα από την Αίγυπτον. Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας.

Έφθασαν το λοιπόν το ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι, και μου κάνουν νεύμα διά να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν.

Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου.

Αχ, εγώ σε ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω και να αποθάνω.

Ω Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή που μου δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ αυτό; ας ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους άλλους παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ παρομοίως είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη της βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά της εις εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον άσχημη από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να ανταποκριθής εις τα χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε αντάμα;

Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον.

Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις.

Αυτός ερευνώντας την, μήπως και είχε κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει που ολόγυρα εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια εις χαρακτήρα Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ». Ετούτη η είδησις με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ διά να εξετάση εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το βασίλειον Καχβάλ.

Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ.

Εξαναγύρισαν την άλλην ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον ακολούθησε κάθε ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και τον Σαέδ. Ημείς δεν αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των συντρόφων μας· και ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα παράπονα διά να πάρουν ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν.