United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι παραγγελία είναι αυτή, την οποίαν δίδεις, ω Σώκρατες, εις τον Ευηνόν; διότι συνήντησα πολλάς φοράς τον άνθρωπον· από εκείνο λοιπόν που εκατάλαβα, σχεδόν με κανένα τρόπον δεν θα παραδεχθή ευχαρίστως αυτήν. Πώς λοιπόν; είπεν ο Σωκράτης, ο Ευηνός δεν είναι φιλόσοφος; Νομίζω ότι είναι, είπεν ο Σιμμίας.

Ούτε εγώ βέβαια, ω Ευθύφρον, δεν πιστεύω ποτέ ότι συ εννοείς αυτό. Ουδαμώς. Αλλά δι' αυτό μάλιστα σε ηρώτησα πολλές φορές τι επί τέλους εννοείς με την λέξιν λατρεία διά τους θεούς, διότι ήμουν πεπεισμένος ότι δεν δίδεις εις την λέξιν αυτήν την τοιαύτην σημασίαν. Ευθύφρων. Και πολύ σωστά, ω Σώκρατες, εγώ βέβαια δεν δίδω τοιαύτην έννοιαν εις την λέξιν. Σωκράτης. Ας είναι.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Παρήγγειλε να σου ειπώ, ως νέος τιμημένος, κ' ευγενικός, και αγαθός, και καλοκαμωμένος, κ' ενάρετος αληθινά... Η μάνα σου πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Η μάνα μου; η μάνα μου πού είναι; — Είναι μέσα. Και πού θα ήναι; θαυμαστήν απόκρισιν μου δίδεις: «Παρήγγειλε να σου ειπώ ως νέος τιμημένος, «πού είν' η μάνα σου».

Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύτα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη.

Ο Βασίλης όμως βρήκε τρόπο να με ικανοποιήση. — Μπρε παιδί μου, εσύ τουφέκι δε θες; Να τουφέκι. Όσες μέρες θα κάνωμε στον Αμαλό το τουφέκι μου θάνε δικό σου. Θα πιαίνωμε μαζή στο κυνήγι και βάστα το συ το τουφέκι. Α θες μου το δίδεις και μένα πότε πότε να παίζω κιανενούς πουλιού. Δε σαρέσ' έτσα; Είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα.

Και το μεν νομικόν είδος το γινόμενον με ρητάς συμφωνίας άλλοτε μεν είναι όλως διόλου χυδαίον και χέρι με χέρι, άλλοτε δε εγγενέστερον με προθεσμίαν, πάντοτε όμως με συμφωνίαν, τι δίδεις και τι παίρνειςείναι όμως δεδηλωμένον εις αυτήν το oφειλόμενον και όχι αμφισβητούμενον, και ως μόνον χαρακτηριστικόν της φιλίας έχει την προθεσμίαν.

Εν τούτοις ενόμισε χρέος της ναπαντήση δι' ολίγων εις τας παρακελεύσεις ταύτας, διότι άλλως ήθελε φανή ψυχρά και αγνώμων εις την προθυμίαν της αδελφής Καρμήλης. — Σ' ευχαριστώ, μήτερ μου, είπεν, όπου μου δίδεις αυτάς τας καλάς συμβουλάς. Θα τας ακολουθήσω και ελπίζω να ωφεληθώ.

Δάμαρ. — Αγωνίζομαι κατά του πολέμου. Πόσις. — Άρα πολεμείς. Δάμαρ. — Δεν πολεμώ, αλλ' ειρηνεύω. Πόσις. — Δεν πολεμείς, αλλά ψευδωνυμείς. Το ψευδώνυμόν σου, ώ Δάμαρ, είνε Ειρήνη. Το αληθές σου όνομα είνε Έρις, Ερινύς. Δάμαρ. — Ω! μου δίδεις τόσα ονόματα...

Μου δίδεις εργασίαν, θα σου την κάμω· δεν ξεύρω εγώ τίποτε πλειότερο. — Ευχαριστώ, είπεν ο Τρανταχτής δάκνων τα χείλη. Και τι θα σου δώσω διά τον κόπον σου; — Ό,τι ευχαριστείσαι, απήντησεν ο Μάχτος. — Και πότε θα είνε έτοιμο; — Αύριον το μεσημέρι χωρίς άλλο. Ο Μάχτος συνέλαβε κατ' αρχάς ιδέαν εγκληματικήν.

Την χρυσήν αυτήν υπόληψίν μου να την φορώτην λάμψιν της ως στολισμόν προκρίνω, και όχι απ' επάνω μου ευθύς να την πετάξω. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Και η Ελπίς που 'φόρεσες μην ήτο μεθυσμένη; ή μη απεκοιμήθηκετο μεταξύ, και τώρα ξυπνά και βλέπει κίτρινη και κατατρομαγμένη, εκείνο που εχαίρετο προτήτερα να βλέπη; Το μέτρον της αγάπης σου με τούτο μου το δίδεις!