United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρίτων Αλήθεια και εγώ, Σωκράτη, όπως σου το λέγω πάντοτε, ευρίσκομαι εις μεγάλην απορίαν διά τους υιούς μου, τι να κάμω· και ο μεν νεώτερος είναι ακόμη πολύ μικρός, ο Κριτόβουλός μου όμως έφθασε πλέον εις ώριμον ηλικίαν και έχει ανάγκην ανθρώπου, ο οποίος να αναλάβη την μόρφωσίν του.

Και τόσον λοιπόν κρονόληρος κατήντησες, Σωκράτη, είπεν ο Διονυσόδωρος, ώστε να έρχεσαι να μας επαναλαμβάνης τώρα εκείνα που είπαμεν εις την αρχήν; και αν είπα τίποτα πέρυσι θα το ενθυμηθής τώρα, με αυτά όμως που σου λέγω αυτήν την στιγμήν δεν ηξεύρεις τι να κάμης; — Διότι, είπα εγώ, είναι πολύ δύσκολα· και φυσικά, αφού τα λέγουν άνθρωποι τόσον σοφοί· και αυτό που είπες τώρα τελευταία είναι όχι ολιγώτερον δύσκολον, και πράγματι δεν ηξεύρω τι να κάμω· διότι τι θέλεις να είπης με αυτό το: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης&, που μου λέγεις, Διονυσόδωρε; ότι δηλαδή δεν ημπορώ να αναιρέσω τα επιχειρήματά σου; διότι, ειπέ μου, τι άλλο εννοεί αυτή η φράσις σου: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης& με τον λόγον μου; — Ακριβώς αυτό που λέγεις, πως είναι πολύ δύσκολον να κάμης τίποτε· διότι, έλα να σ' ερωτήσω. — Πριν να μου απαντήσης εσύ, Διονυσόδωρε; — Πώς, δεν θέλεις να αποκριθής λοιπόν; — Μα είναι δίκαιον αυτό; — Και βέβαια είναι. — Και για ποιο λόγο; ή επειδή ίσως μας ήλθες εδώ πράγματι σοφώτατος εις την τέχνην των λόγων και γνωρίζεις πότε πρέπει να αποκρίνεται κανείς και πότε δεν πρέπει; έτσι και τώρα δεν θα απαντήσης ουδέ λέξιν, επειδή γνωρίζεις ίσως ότι δεν πρέπει; — Εξακολουθείς να φλυαρής, βλέπω, και ξεχνάς να αποκριθής· μα έλα, καλέ μου, κάμε αυτό που σου λέγω, και απάντησέ μου, αφού το ομολογείς πως είμαι σοφός. — Ας υπακούσω λοιπόν, αφού είναι ανάγκη, καθώς φαίνεται· εσύ είσαι ο κύριος, λοιπόν εις τας διαταγάς σου, ερώτα με. — Λέγε μου, εκείνα που εννοούν είναι όσα έχουν ψυχήν, ή εννοούν και τα άψυχα; — Όχι, εκείνα που έχουν ψυχήν μόνον. — Και μήπως ηξεύρεις κανένα λόγον, καμμίαν φράσιν, που να έχη ψυχήν; — Όχι, μα την αλήθειαν. — Πώς λοιπόν με ηρώτησες προ ολίγου: τι εννοεί η φράσις σου; — Τι άλλο, παρά θα έκαμα αυτό το λάθος, καθώς φαίνεται, από βλακείαν μου· ή μήπως δεν έκαμα λάθος, αλλά είναι και αυτό σωστόν, που είπα πως εννούν και οι λόγοι; τι λέγεις και συ, έκαμα λάθος ή όχι; διότι αν δεν έκαμα, ουδέ συ θα με εξελέγξης, με όλην σου την σοφίαν, ούτε θα ημπορέσης να κάμης τίποτε με αυτό που είπα· αν δε έκαμα λάθος, ουδέ τότε πάλιν θα έχης δίκαιον, αφού υπεστήριξες ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να απατηθή· και δεν θα ειπής βέβαια τώρα, ότι με αυτά που λέγω, αναφέρομαι εις πράγματα που έλεγες πέρυσι· αλλά μου φαίνεται, Διονυσόδωρε και Ευθύδημε, ότι αυτός ο λόγος μένει πάντοτε εις την θέσιν του, και ότι, όπως και άλλοτε, έτσι και τώρα, ενώ ρίπτει καταγής τους άλλους, πίπτει όμως και ο ίδιος· και αυτή δε η τέχνη σας δεν έχει εύρη ακόμη τρόπον, ώστε να μη συμβαίνη αυτό, αν και είναι τόσον πράγματι θαυμαστή διά την λεπτολογίαν της.

Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυοτρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή·Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.

Ο Κατής τους εξαναείπεν· εις τούτο εγώ δεν ηξεύρω τι απόφασιν να κάμω· άλλο δεν λέγω, παρά να στείλω ευθύς εις την Κογέντα έν μετζίλι διά να εξετάξη, και ανίσως και είνε καθώς λέγει, ημπορεί να την κρατήση, ειδεμή και είνε ψεύματα, σας τάσσω μεθ' όρκου ότι θα τον κρεμάσω. Αποφασίζοντάς με τέτοιον τρόπον ο Κατής την υπόθεσιν, οι κρινόμενοι ανεχώρησαν.

Άφησε λοιπόν, ω δαιμόνιε, και μη φθονήσης τον νέον διά τον έπαινον που θα του κάμω· διότι πολύ επιθυμώ να τον εγκωμιάσω. — Ιού, ιού! εφώναξεν ο Αγάθων, Αλκιβιάδη, δεν είνε δυνατόν να μείνω εδώ, διότι εννοώ προ παντός να επαινεθώ από τον Σωκράτη, και δι' αυτό θ' αλλάξω θέσιν.

Ακόμη δεν εχάθη, ακόμη κάθ' ελπίδα. ΑΜΛΕΤΟΣ Ιδού στιγμή καλή διά να το κάμω, τώρα ενώ προσεύχεται· και τώρα θα το κάμω· και τότε αυτός εις την Παράδεισον πηγαίνει· κ' έτσ' είμ' εκδικημένος. Τούτο σκέψιν θέλει· ένας κακούργος τον πατέρα μου σκοτόνει και ο μονουιός του εγώ τον ίδιον κακούργον εις την Παράδεισον τον στέλνω· τούτος είναι μισθός, είναι αμοιβή, εκδίκησις δεν είναι.

Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός, και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα εις την Καρίσμο.

Ελπίδα είχα του Αμλέτου μου γυναίκα να σε κάμω· την νυμφικήν σου κλίνην έλεγα να στρώσω, γλυκειά παρθένα, και όχι την ταφήν σου μ' άνθη εγώ να ράνω. ΛΑΕΡΤΗΣ Οργή τετράδιπλη να πέση εις την κατηραμένην κεφαλήν του ανθρώπου, που απ' το λαμπρό σου πνεύμα σ' έχει αποστερήση, ο κακούργος! — Το χώμα ολίγο αυτού κρατείτε, ως 'πούτην αγκαλιά μου να την κλείσω ακόμη μία φορά!

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μη φοβήσαι' ό,τ' είπες εγώ θα κάμω· αποτραβίξου, τον ακούω που έρχεται. Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ αποσύρεται οπίσω από την αυλαίαν. Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν, μητέρα, τι με θέλεις; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τον πατέρα σου, Αμλέτε, πλήγωσεςτα σπλάχνα. ΑΜΛΕΤΟΣ Τον πατέρα μου, ω μάννα, επλήγωσεςτα σπλάχνα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλ', απαντάς με γλώσσαν 'πού δεν έχει ουσίαν.

Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα: — Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή. — Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό. Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ.