United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια έτη αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται. Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να παρακολουθήσωσιν ημάς εκείσε διά των αιώνων.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ηξεύρετε οπού κάποτ' ώραις και ώραις κάμνει περίπατον εδώτο μακρυνάρι. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλήθεια. ΠΟΛΩΝΙΟΣεκείνον τον καιρόν εγώ θα του απολύσω την κόρην μου, και σεις οπίσω απ' την αυλαίαν μ' εμέ κρυμμένοι θα παρατηρήτ' εκείνην την συναπάντησιν· και αν δεν την αγαπάει, αν από έρωτα τον νουν δεν έχει χάση, σύμβουλος να μην ήμ' εγώ της πολιτείας, αλλ' επιστάτης των αγρών και ζευγολάτης.

Δεν λυπείται διά τον θάνατον του εμπιστευμένου του Αυλικού, μόνον ανατριχιάζει με την ιδέαν ότι αυτός ο ίδιος ημπορούσε να ευρεθή εις την θέσιν εκείνου και να πέση φονευμένος, διότι καλώς εννοεί τι ηθέλησεν ο Αμλέτος όταν έσπρωξε το ξίφος εις την αυλαίαν.

Οπίσω απ' την αυλαίαν θα κρυφθώ ν' ακούσω ό,τι συμβαίνει· και αυστηρά, σου το εγγυούμαι, εκείνη θα τον ονειδίση, αλλ', όπως είπες , και φρονίμως το είπες, άλλος θέλει απ' έξω ακροατής, και δεν αρκεί μόν' η μητέρα, αφού να παίρνουν μέρος ταις βιάζ' η φύσις. Ω σεβαστέ μου, προσκυνώ σε! Θα 'λθω πάλιν, πριν πας ν' αναπαυθής, να σου αναφέρω εκείνα 'πού έμαθα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ευχαριστώ σε, αγαπητέ μου.

Με αυτήν την ωραίαν δραματικήν εικόνα, την οποίαν θα εζήλευε και ο Σοφοκλής, ανασύρει την αυλαίαν του χαριτωμένου διαλόγου του ο Πλάτων. Ο Ευθύφρων ερωτών μανθάνει ότι ο Σωκράτης κατηγορηθείς επί ασεβεία από κάποιον άγνωστόν του Μέλητον καλούμενον, ότι διαφθείρει την νεολαίαν με νέας ψευδείς περί θεών διδασκαλίας προσήλθεν εκεί, ζητηθείς από την ανάκρισιν.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μη φοβήσαι' ό,τ' είπες εγώ θα κάμω· αποτραβίξου, τον ακούω που έρχεται. Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ αποσύρεται οπίσω από την αυλαίαν. Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν, μητέρα, τι με θέλεις; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τον πατέρα σου, Αμλέτε, πλήγωσεςτα σπλάχνα. ΑΜΛΕΤΟΣ Τον πατέρα μου, ω μάννα, επλήγωσεςτα σπλάχνα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Έλ', απαντάς με γλώσσαν 'πού δεν έχει ουσίαν.

Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον, καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει· «ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη τον καλόν γέροντα φονεύει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βαρυτάτη πράξις! αυτό 'θελε γενήτο πρόσωπο μας , εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.