United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως Μια 'πιθυμία μ' έλαβε, Να πάω να κυτάξω Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . . Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . . Κομμάτια ήθελα γενώ 'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . . Και ήθελα να κατεβώ, Και ήθελα να φύγω. Ο φόβος μου μ' εκράταε. Με σπρώχν' η 'πιθυμία. Και τέλος κάμνω απόφασι, Κάμνω δοκιμασία Να καταβώ· παρεμπρός Προυχώρησα ολίγο.

Και τι θα πη τούτο; και τι θα πη εκείνο; Και γιατί και πώς καταστράφηκαν οι μικροπολίτες; Και να μην είταν από τις πολλές φωνές; Και γιατί και πώς κάθουνται στη μύτη του ξένου και δε βλέπουν παρά τη μύτη; Και τι σημαίνει το κάτω κάτω; Να σου πω την αλήθεια, ζαλίστηκα και μ' έπιασε φόβος, μπας και δε βγαίνει αμέσως το νόημα; Άρχισα πια κι ο ίδιος να το μελετώ.

Φαντάσου, λέγει ούτος απομάσσων τον ιδρώτα του, τι θα γείνη ο κόσμος μετά 500 έτη, ότε υπολογίζουν ότε θα εξαντληθούν οι γαιάνθρακες! Θα παύση πάσα διά του ατμού κίνησις, θα παύσουν οι σιδηρόδρομοι και ο κόσμος θα επανέλθη εις τα παλαιά μέσα της συγκοινωνίας και τα γαϊδουράκια. Τους λυπούμαι αυτούς που θα ζουν εκείνα τα χρόνια. — Δεν υπάρχει φόβος να εξαντληθή ποτέ η καύσιμος ύλη. — Γιατί;

Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση.

Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά.

Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του.

Άγιος είν', ευσεβής τωόντι αυτός ο φόβος, ώστε να σώσης τόσα πλήθη, 'πού αποκάτωτην υψηλήν σου σκέπην ζουν και συντηρούνται.

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τι; Ποιος θα 'ναι ο φόβος; Δεν λογαριάζω ουδέ βελόνι την ζωήν μου· όσο διά την ψυχήν μου, τι μπορεί να πάθη από αθάνατο πνεύμ' αθάνατη κ' εκείνη; Με καλεί πάλι πέρα· θα το ακολουθήσω.

Ώστε δεν είναι σωστόν να λέγωμεν, όπου βέβαια υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και εντροπή συνάμα. Αλλά πρέπει να λέγωμεν έτσι: όπου υπάρχει εντροπή, εκεί βεβαίως υπάρχει συνάμα και φόβος, όχι όμως όπου υπάρχει βεβαίως φόβος, εκεί παντού εν γένει υπάρχει και εντροπή. Διότι φρονώ, ότι ο φόβος έχει πολύ μεγαλυτέραν έκτασιν από την εντροπήν.