Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Εζήλεψα την ψυχάλα την ψεσινή κ' εστοχάστηκα σήμερα να βάλω χέρι, γιατί ετούτος ο πάσπαρος έχει να με χαλάση, βρε παιδί· μοναχή πέτρα το αθεόφοβο! — Επήε με αγώι στη χώρα. Και κάτι ως εδώ; — Δεν ειξέρω κ' εγώ ήντα κάνω, μπάρμπα. Είμαι ζαλισμένος κ' επήρα δρόμο. — Πώς μαθές; — Για τη δουλειά που ξέρεις. Ο 'γούμενος δε μ' αφίν' ήσυχο· ο Κοντοπάνης πάλι τα δικά του και μην αρωτάς.

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

Άλλοτε η επίθεσις με προσέβαλλεν αιφνιδίως, ακατάσχετα· κατελαμβανόμην τότε από παραλήρημα, ζάλην, και ζαλισμένος όπως ήμουν και κρύος έπιπτα αιφνιδίως κάτω. Τότε, επί εβδομάδας όλας, το παν δεν ήτο άλλο παρά κενόν, σκότος και σιωπή, και το Μηδέν καθίστατο όλος ο κόσμος μου. Η καθολική εξουδένωσις δεν θα ήτο δυνατόν να είναι βαρυτέρα.

Ο Σπύρος, ένας υψηλός και γεροντώδης άνθρωπος, με πρόσωπον μαλακόν ως προζύμιον και με χείρας πλαδαράς ωσαύτως, προσεπάθει αγωνιών, ιδρόνων, ζαλισμένος, να τακτοποιήση τα επί της τραπέζης του συσσωρευμένα παίγνια και αθύρματα, με αδέξιον όλως τρόπον, και με ύφος απαρεσκείας, ως να έλεγε μέσα του: — Τι τρελλός που είνε αυτός ο κόσμος!

Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστεκαι την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.

Εγώ όπου δεν ημπορώ να παίξω τίποτε χωρίς τετράδιον, μίαν φοράν το ήκουσα και το ενθυμούμαι ολόκληρον. Ταύτα λέγουσα ήρχισε να κυμβαλίζη το τρισκατάρατον γαλόπ του χθεσινού χορού, του οποίου οι ήχοι μου ενθύμιζαν τα βάσανά μου. — Είμαι, απήντησα αποτόμως, ολίγον ζαλισμένος και η μουσική με πειράζει. Άφησε το, σε παρακαλώ, δι' άλλην φοράν.

Βασίλισσα Ιζόλδη δε θυμόσαστε εκείνη την τόσο ωραία, την τόσο θερμή μέρα μέσα στην πλατειά θάλασσα; Είχατε δίψα!, δε θυμώσαστε, ω κόρη Βασιληά; Στο ίδιο ποτήρι ήπιαμε μαζύ. Από τότε είμαι παντοτεινά ζαλισμένος από κακό μεθύσι...» Μόλις άκουσε η Ιζόλδη αυτά τα λόγια, που μοναχά αυτή και κανένας άλλος μπορούσε να καταλάβη, έκρυψε το κεφάλι μέσα στο μαντύα της, σηκώθηκε και θέλησε να φύγη.

Ταύτα πάντα έγειναν διά μιας, τοσούτον ταχέως, τοσούτον απροσδοκήτως, ώστε ήμην ως ζαλισμένος, ότε ευρέθην εντός της φυλακής. Δεν ήξευρα τι μου γίνεται.

Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι' ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα. Κι' όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτόν κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.

Ο Χοπ-Φρωγκ εγέλασεν επίσης, αν και σιγαλά, και με ένα ύφος όλίγον αφηρημένον. — Εμπρός, εμπρός, είπεν ο βασιληάς με ανυπομονησία, δεν ευρίσκεις τίποτα να επινοήσης; — Προσπαθώ να εύρω κάτι το ανέκδοτον, απήντησεν ο νάνος με αφηρημένον ύφος, διότι ήτο τελείως ζαλισμένος από το κρασί. — Προσπαθείς, απήντησεν ο τύραννος με αγριότητα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν