United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν διά να μη σας προξενήση τυχόν σκοτοδινίασιν και ζάλην, εάν παρεκτρέπεται και ερωτά σας τους ασυνηθίστους εις τας απαντήσεις, ή γεννήση ασχημίαν και ανυπόφορον δυσαρμονίαν, νομίζω ότι πρέπει εγώ να κάμω προς το παρόν το εξής, δηλαδή να ερωτώ πρώτον τον εαυτόν μου, και σεις μόνον να ακούετε από ασφαλισμένον μέρος, κατόπιν δε πάλιν εγώ να απαντώ, και όλον αυτόν τον λόγον να τον τελειώσω ούτω πως, έως ότου να λάβη τέλος η συζήτησις περί ψυχής και αποδειχθή ότι η ψυχή είναι προγενεστέρα από το σώμα.

Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της, και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως. Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.

Τότε ο πονηρότατος εκείνος, είτε Κανείς είτε Οδυσσεύς ονομάζεται, μου έδωκε να πιώ ένα φάρμακον, το οποίον ήτο μεν ευχάριστον και εύοσμον, αλλ' επικίνδυνον και έφερε μεγάλην ζάλην• διότι άμα το ήπια μου εφάνη ότι όλα εγύριζαν και αυτή η σπηλιά ήλθεν άνω κάτω και εγώ ευρισκόμην εις κακήν κατάστασιν, επί τέλους δε απεκοιμήθην.

Μη προχωρείς!... Τι φρίκη! Μου φέρει ζάλην απ' αυτό το ύψος να κυττάζω. Τα μαυροπούλια φαίνονται κ' οι κόρακες 'σάν ζήναις που αποκάτω μας πετούν και σχίζουν τον αέρα. Μαζώνει ένας κρίταμα καταμεσήςτον βράχον. Δύσκολη τέχνη! Απ' εδώ μικρόν μικρόν τον βλέπω. Ωσάν ποντίκια φαίνονταιτην άμμον οι ψαράδες.

Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμοςτην άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαντην στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσουςτον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανατην ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Βάλετην θήκην το σπαθί, κ' εδώ ειρήνην θέλω· ή καν μεταχειρίσου το και συ, να τους χωρίσης. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Κρατείςτο χέρι σου σπαθί, και μου λαλείς ειρήνην! Αυτήν την λέξιν την μισώ, όσον μισώ τον άδην, και όλους τους Μοντέκιδες, και σε! Δειλέ, φυλάξου! ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Ξύλα, κοντάρια, ρόπαλα! Κτυπάτε τους, κτυπάτε! 'ς τον άνεμον, Μοντέκιδες! 'ς την ζάλην, Καπουλέτοι!

Ηκροάσθη μετά προσοχής. Τω όντι δεν ηπατάτο. Η φωνή ήτο γνωστή εις την ακοήν της. Ηδύνατο να μη την είχεν ακούσει από πολλών ετών, αλλ' όμως δεν την είχε λησμονήσει. Η φωνή αύτη ενεποίησε βόμβον και ζάλην εις την κεφαλήν της. Τη ενθύμιζε παλαιόν τι συμβάν, φοβερόν συμβάν της βρεφικής ηλικίας της. Και οποία τρομερά, αλλά και εναργής ανάμνησις!

Εν τω μεταξύ η καπετάνισσα η Λυμπέραινα, είτε διότι εδυσχέραινεν εκ της παρατεινομένης απουσίας του θυγατρίου, είτε μάλλον διότι επεθύμει να είνε και αυτή παρούσα εις την διεξαγωγήν της μαντείας, έφθασεν εις την οικίαν της Παγούραινας. Μετά ώραν ικανήν, όταν η Αλέξαινα, καθημένη αντικρύ της μικράς, είδε κάπως τα όμματά της να ιλλωπίζουν, από κούρασιν ή ζάλην, την ερωτά: — Τι βλέπεις;