United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύριζα στ' άγρια βουνά μέρες, τα μάτια μου είχαν χορτάση από την αγριότη, από το μεγαλείο, από το θάμπωμα πρωτογεννημένης φύσης. Κι όμως τέτοιον αγριότοπο, τέτοια κακοτοπιά δεν είχα δη ακόμα. Αδύνατο να την στοχαστή η φαντασία, να την ιστορίση η πέννα, το μάτι να την υποφέρη κι η ψυχή να την απολάψη.

Τότες αληθινά αιστάνθηκα μια μεγάλη λύπη, γιαΤι νόμιζα πως θα γύριζα πάλι στις καλόγριες και είξερα πως θα μου φορούσανε μαύρα και θα με φωνάζανε πια ορφανή. Και μου φαίνεται τόσο κακό, τόσο αντιπαθητικό αυτό το ορφανή. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! αυτή πάντα σε ήθελε κοντά της. Και τόσες φορές έλεγε του πατέρα σου να σε βγάλη πια από το μοναστήρι.

Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσεχαρίζοντάς μου τη φαντασία.

Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς! ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαλή δύναμι. Στο καλό .. . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.

Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου. Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κη αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γιαυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Και πάλιν ο Βασίλης βρήκε τρόπο να με παρηγορήση: — Καλά 'καμες και δεν τούπαιξες, γιατ' ήτονε φόβος να σκοτώσης το σκύλο. Επιαίνανε πολύ κοντά. Οι αποτυχίες, αντί να εξασθενούν, δυνάμωναν το πάθος μου στο κυνήγι. Κάθε βράδυ κοιμώμουνα με την ελπίδα ότι την επόμενη θα γύριζα φορτωμένος κυνήγια.

Όταν γύριζα εδώ μέσα και συλλογιζόμουνα πως θα πέθαινα και θα πήγαινα κοντά στο Σβεν και το συλλογιζόμουν αυτό έτσι, ώστε να νομίζω πως μου έφευγες και συ κι όλα μου φεύγανε κ' η γις έμενε άδεια κ' έρημηείχα τόσον τρόμο, τόσο φοβερόν τρόμο. Γιατί πίστευα πως θαρχόμουνα στην ανάγκη να το κάμω μόνη μου. Αυτό είτανε το χειρότερο απ' όλα. Μα τώρα ξέρω πως δε θα χρειαστή να το κάμω ποτέ.

Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστεια θα βαστούσε πολύ, ωστόσο μας βεβαίωσε πως δεν είτανε κίντυνος κ' επειδή από καιρό είχα στο νου κάποιο ταξίδι, έφυγα για λίγες μέρες με την ελπίδα πως άμα θα γύριζα, θα είχε περάσει το δυσκολότερο στάδιο. Πέρασα λοιπόν τρεις ολάκερες μέρες με καλούς φίλους και χάρηκα τη φιλία και την ωραία φύση χωρίς να έχω πολλή ανησυχία.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα.