United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έφυγεν ο Εύδρομος φίλος του πια. Ο Δάφνης όμως γεμάτος ανησυχία έμενε μαζί με τη Χλόη· μα και τούτη εφοβότανε πολύ γι' αυτόν, επειδή παιδί συνηθισμένο να βλέπη τα γίδια και το βουνό και τους ζευγολάτες και τη Χλόη πρώτη φορά έμελλε να ιδή τον αφέντη, που πρώτα μονάχα τ' όνομά του άκουε.

Οι δυο χαμένοι ταξιδιώτες ακούσανε κάποιες μικρές φωνές που μοιάζανε γυναικείες. Δεν ξέρανε, αν αυτές οι φωνές ήτανε χαράς ή πόνου· όμως πεταχτήκανε ορμητικά επάνω με την ανησυχία και τον τρόμο, που εμπνέουν όλα σ' έναν τόπο άγνωστο.

Είτανε μα την αλήθεια να γίνη άνθρωπος δεισιδαίμονας με τέτοια δεινά. Τι παράξενο λοιπόν αν παρατήρησε ο κόσμος με πολλή ανησυχία το μεγάλο κομήτη που φάνηκε στα 531, το χρόνο ίσια ίσια που ήρθε άλλο, κι από τους σεισμούς πιο φοβερώτερο κακό, το μεγάλο θανατικό που συχνοφαινότανε από τότες και μισόν αιώνα, κ' έφερε τη μεγαλήτερη ρήμαξη που έπαθε τόπος από πανούκλα.

Η φωνή του είχε γίνει βαρεία και υπόβραχνος, ως η φωνή των πετειναρίων, τα οποία αρχίζουν να κοκκορεύωνται. Αλλ' αφού παρήλθεν η πρώτη χαρά και συνήθισεν εις την ανακάλυψιν, ήρχισε να χάνη την μέχρι τούδε γαλήνην του βίου του. Μία αόριστος ανησυχία τον κατελάμβανεν, ως να του έλειπε κάτι τι, το οποίον δεν εγνώριζε και το οποίον δεν ηδύνατο να μαντεύση.

Δεν περίμενε, φαίνεται, τη βεβαιωτική απάντηση κέκαμε μικρό ανατίναγμα. Έπειτα έμεινε συλλογισμένη για κάμποσες στιγμές. — Και σούφερε ο κιρατζής το χαιρετισμό που σέπεψα; — Τα κουλουράκια; Ναι. — Τα ζύμωσα με τα χέρια μου, για να σου πούνε κιαυτά την αγάπη που σούχω, Γιωργή μου. — Κεγώ σούγραφα γράμματα. — Γράμματα; είπε με χαρούμενη έκπληξη, που αμέσως γύρησε σ' ανησυχία.

Εν τοιαύτη διατελούσα λυπηρά ανησυχία, ήκουσε φωνήν χονδρήν ναύτου παρακάτω εις το παράλιον, και φωνάς άλλας έπειτα και πατήματα βαρέα ναυτικά πολλών άλλων, ως εν διαφωνία παταγωδώς λαλούντων. — Όχι! είπεν η φωνή του ναύτου. Νά, έτσι είνε το σωστό. Εγώ ήμουντο λιμεναρχείον. Επειδή και είνε νησιώτης απ' εδώ, του έκαμαν την χάρι και τον πρατιγάρησαν την αυγή.

Αυτή η αρρώστεια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλείτερον όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγότριαν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου.

Αφ' ης στιγμής έδρεψε τους καρπούς του πρώτου αυτού εγκλήματος, προβαίνει εις τα εμπρός μετά σατανικής όντως ευσταθείας, το δε βαρύνον εφεξής αυτόν δεν είναι η συνείδησίς του, — την οποίαν εφόνευσεν εντός της καρδίας του, — αλλ' ο φόβος, η ανησυχία μη δεν εξησφαλίσθη αρκούντως το επιχείρημα, μη δεν αρκεί το μέχρι τούδε χυθέν αίμα.

Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις: — Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας εισέλθη. Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος.

Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.