United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάντευε τώρα κι ο Αριστόδημος πως κάτω εκεί φύτρα και φύλλα και καρποί αναπιάνονταν, χυμοί έτρεχαν, χρώματα και μύρα ζυμώνονταν κ' η μάννα Φύση ετοίμαζε ακούραστη τα λούλουδα και τα πούλουδα. Φωνές έβγαιναν εκείθε, γέλοια και χαρχάτουρα, κάπου τραγούδια, αλλού ξεφαντώματα. — Η ζωή ξεχειλίζει σαν το γάλα από της μικρομάννας τον κόρφο· εψιθύρισε μελαγχολικά.

Βρες κάποιον που να μπορεί να πάει να φωνάξει τον Έφις στο κτήμα.» «Θα πάω εγώ, Νοέμι» «Εσύ; Εσύ; Εσύ… όχι.» «Γιατί όχι;», γρύλλισε. «Φοβάσαι μήπως σου κλέψω τα καρπούζιαΕκείνη συνέχισε να τραυλίζει ασυνείδητα: «Εσύ όχι… εσύ όχι… εσύ όχι…» Ο ντον Πρέντου μάντευε το δράμα που παιζόταν εκεί μέσα.

Ο κριτικός είναι βέβαια κ' ερμηνευτής, όμως δεν θάναι γι' αυτόν η Τέχνη καμμιά Σφίγγα που προτείνει αινίγματα και που το κούφο μυστικό της θα μάντευε και θα ξεσκέπαζε κάποιος με πρισμένα πόδια που ούτε τόνομά της δεν θάξερε.

Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

Εκείνη σήκωσε με έκπληξη τα μάτια και δεν πήρε το λουλούδι. «Μαντεύετε ποιος σας το στέλνει; Πάρτε το.» «Εσύ το έκοψες, εσύ να το κρατήσεις.» «Όχι, σοβαρά, πάρτε το ντόνα ΝοέμιΚάθισε μπροστά της, καταγής, με σταυρωμένα τα πόδια σαν σκλάβος, κρατώντας τις πατούσες. Δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει, ήξερε όμως πως η κυρά μάντευε.

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!

Στάθηκε άφωνος με το καπέλο στο χέρι κι όλο το σώμα του είτανε σε κίνηση από την περιέργεια νακούση τι θα έλεγε ο μπαμπάς. Ναι, τα μάτια του μεγαλώσανε τόσο, που φαινότανε σα να μην είταν όλος άλλο τίποτε από μάτια. Ο μπαμπάς κοίταζε και κοίταζε και μάντευε πως θα είχε γίνει κάτι περίεργο. Τέλος ένοιωσε και τότε έπρεπε να σηκώση το μικρόν ψηλά και να τον ξαναβάλη κάτω.