Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Την ώρα όμως που με κόπο σηκωνόταν, με τα γόνατά του να τον πονούν, ένοιωσε θλίψη, σαν να πέρασε η σκιά ενός σύννεφου μέσα από την εκκλησία, σκεπάζοντας το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Και το πρόσωπο της ντόνας Νοέμι το σκέπαζε σκιά, ενώ σκυμμένη έραβε μέσα στην αυλή. Ο Έφις έκοψε έναν πανσέ από την άκρη του πηγαδιού και της τον προσέφερε.

Είμαι ένας φτωχός υπηρέτης, ναι, αλλά είμαι τάφος. Εάν δεχτείτε, ο ντον Πρέντου θα στείλει τον παπά να κάνει την πρόταση, ή όποιον θέλετε εσείς…» Η Νοέμι πέταξε κάτω τον κακοποιημένο πανσέ και έπιασε ξανά το ράψιμο. Έμοιαζε ήρεμη. «Εάν ο Πρέντου θέλει να γελάσει, ας γελάσει∙ δε μ’ ενδιαφέρει.» «Ντόνα Νοέμι!» «Ναι, ναι! Δεν λέω ότι δεν είναι σοβαρή η πρόταση, βέβαια, αλλιώς δεν θα ήσουν εδώ.

Εκείνος μάζεψε από χάμου τον πανσέ και πήγε να κάτσει στη σκάλα, όπως τη νύχτα μετά το θάνατο της ντόνας Ρουθ. Δεν αναρωτιόταν πλέον γιατί η Νοέμι απαρνιόταν τη ζωή∙ νόμιζε πως καταλάβαινε. Ήταν η τιμωρία του Θεού που έπεφτε επάνω του, η τιμωρία που βάραινε επάνω σ’ όλο το σπίτι. Κι εκείνος ήταν το σκουλήκι μέσα στο φρούτο, ήταν το σαράκι που έτρωγε το πεπρωμένο της οικογένειας.

Ακριβώς σαν το σαράκι, όλα τα έκανε εκείνος κρυφά. Ροκάνισε, ροκάνισε, ροκάνισε και τώρα γιατί απορούσε που όλα γύρω του έγιναν κομμάτια; Έπρεπε να φύγει∙ αυτό μόνο καταλάβαινε. Μια μικρή ελπίδα μόνο τον στήριζε ακόμη, όπως το κοτσάνι, χλωρό ακόμη, στήριζε το χλωμό πανσέ που εκείνος κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τις δυστυχισμένες γυναίκες.

Είμαι ευχαριστημένος σαν να έχω πεθάνει τώρα μες στη χάρη του Θεού και να βλέπω τον ουρανό ανοιχτό. Πέρασα από την εκκλησία πριν έρθω εδώ, για να ευχαριστήσω τον Κύριο. Στη συνείδησή μου, είναι έτσι …….» «Μα γιατί Έφις;», είπε εκείνη με φωνή άχρωμη, τρυπώντας με τη βελόνα τον πανσέ. «Δεν σε καταλαβαίνωΕκείνος σήκωσε το βλέμμα.

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν