United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήξερε το γιατί, αλλά μπροστά στη μιζέρια του υπηρέτη ένοιωσε ξαφνικά δυνατός και μοχθηρός. «Σ’ εμένα ρωτάς το «λοιπόν;». Εγώ σου το ρωτάω. Τι καινούργιο υπάρχει που σε σπρώχνει να με ακολουθήσεις; Ήρθες ν’ αγοράσεις κρασί για το γάμο της θείας Νοέμι;» «Να σέβεσαι τις θείες σου! Δε θα τις ξαναδείς πια. Η ντόνα Ρουθ πέθανε

Και για να μην την ερεθίσω περσότερο, προσπάθησα να της απαντήσω μ' έναν τόνο όσο το δυνατά φαιδρότερο: — Αυτό είναι το μόνο κρίμα, που έχεις στη συνείδησή σου; — Όχι, όχι, είπε· απέναντι σου όμως δε γνωρίζω άλλο. Και ξακολούθησε, ενώ με πλησίασε περσότερο: — Μα αυτό είναι το χειρότερο, που μπορούσα να πω και να στοχαστώ. Γιατί γνωρίζω πως κανένας άλλος έξω από σένα δε μ' ένοιωσε.

Μπορώ να φαντασθώ άνθρωπον που να πέρασε μια τελείως πεζή ζωή, που όμως ακούοντας κατά τύχην ένα παράξενο κομμάτι μουσικής ν' ανακάλυψε έξαφνα ότι η ψυχή του, δίχως αυτός να λάβη γνώση, πέρασε φοβερές δοκιμασίες, ένοιωσε τρομερές χαρές, ή άγριους ρομαντικούς έρωτες ή μεγάλες αυταπαρνήσεις. Έλα λοιπόν, πες μου την αυτήν την ιστορία. Θέλω να περάσω την ώρα μου ευχάριστα.

Πώς μπορούσα να πω όχι; Εσύ δεν ήξερες τίποτακατέληξε ξαναρχίζοντας το γνέσιμο. Ο Έφις ένοιωσε ταπεινωμένος. Θυμόταν ότι η ντόνα Έστερ είχε γράψει κρυφά στον Τζατσίντο να έρθει∙ κρυφά μπορούσε να υπογράψει και τη συναλλαγματική.

Εκείνη όμως είπε, σκύβοντας ακόμη περισσότερο, με διπλωμένα τα γόνατα έτσι που το πρόσωπο της ν’ αγγίζει το δικό του πρόσωπο: «Βλέπεις τι δώρο, ΈφιςΚαι ήταν χλωμή μέσα στο γκρενά της φόρεμα, με τα μοχθηρά της μάτια γεμάτα δάκρια. Αλλά ο Έφις δεν ένοιωσε πόνο γι’ αυτό. «Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, όπως Εκείνος. Πρέπει να κλαίμε και να σωπαίνουμε…», είπε με μιαν ανάσα.

Η γυναίκα μου δεν είχε δει ποτέ τα δυτικά ακρογιάλια κ' ήξερα πως είχε ένα είδος αντιπάθεια για όλο το ταξίδι κ' είπε το ναι μονάχα γιατί ένοιωσε πως η παραμικρότερη αντίσταση θα με λυπούσε. Το γνώριζα αυτό, γιατί μια μέρα είπε: «Δεν μπορώ να φανταστώ ένα καλοκαίρι, που δε βλέπει κανείς δέντρα».

Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.

Τότε η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα και μες στην καρδιά ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του δειλινού: ήταν μια θάλασσα από φως διάσπαρτη με χρυσά νησιά, με έναν αντικατοπτρισμό στο βάθος. Δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ μια παρόμοια στιγμή μέθης. Για μια στιγμή μονάχα ο κόσμος είχε αλλάξει όψη.

Ο Έφις ένοιωσε πόνο στην καρδιά αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Είπε μόνο: «Τζατσιντί, το ’χεις ρίξει έξω, μου φαίνεται!» «Τι να κάνω; Να πάω να κρεμαστώ