United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρώτα εγώ, τι ποθητά δε μου ξεχνούσε δώρα· αι λειτουργιές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου, σταλιές και τσίκνα· αφτό πρεσβιό κι' εμάς μας έχει λάχει, 70 Μα :πιος θα πάει εδώ θεός τη Θέτη να μας κράξει, 74 κι' εγώ σωστό 'ναι θαν της πω να λάβει ο Αχιλέας 75 την ξαγορά απ' τον Πρίαμο και το νεκρό ν' αφίσει

ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Αγαπητέ μου Ερνέστε, κι αν κ' ένα κομμάτι ακόμα κριτικής της Τέχνης δεν διασώζονταν ίσαμ' εμάς από την εποχή των Ελλήνων ή των Ελληνιστών, πάλι θα ήταν όχι λιγώτερον αληθινό πως οι Έλληνες ήταν έθνος τεχνοκριτών κι ότι αυτοί εφεύραν την κριτική της Τέχνης, όπως εφεύραν την κριτική κάθε άλλου πράγματος.

Σε ταύτα ο Φουσκομάγουλος τον Ποντικό θωρόντας, Με την μιαν άκρα του ματιού πικρά χαμογελόντας, Θιαμαίνομαι, κυρ Ποντικέ, του λέει, την αφεντιά σου, Παραμεγάλον έπαινο να κάνης της κοιλιάς σου. 130 Μη δα θαρρείς μας άφηκε και εμάς η πλούσια φύση Σε τόση καταφρόνεσιν απ' όλη πλιο τη χτίση; Μη παντηχαίνεις ακριβή την τύχη τη δική μας Σε όσα μας χρειάζονται διά την αναπαψί μας· Κι' εμείς πολλά καλά 'χομε, αν μας καλοξετάξης, 135 Και στα νερά και στης στεριαίς οπού να τα θιαμάξης.

Όταν οι κυράδες σας δεν θέλανε εγώ κι ο Τζατσίντο να παντρευτούμε, επειδή εγώ είμαι φτωχιά, έλεγα: δεν είμαι νέα; δεν τον αγαπώ; Μήπως η ντόνα Νοέμι και ο ντον Πρέντου, με όλα τα καλά τους, είναι πλουσιότεροι από εμάς; Από ηλικία, ναι, εάν το θέλουν, από τίποτε άλλο όμως!» Ο Έφις ανασκίρτησε. «Θα παντρευτούν;» «Θα παντρευτούν, ναι! Εκείνος έλιωνε, όπως έλιωνα κι εγώ την περασμένη άνοιξη.

Πήγαινε, πήγαινε στην Κρήτη, στην Αρμενιά, στην Αραπιά πήγαινε, όπου θες. Εμάς όμως άφησέ μας να μιλούμε για τα μαξούλια μας, για τα Σκολειά και τις Εκκλησίες μας, άφησέ μας να την τελειώσουμε αυτή την αναφορά που γράφουμε του Μουφτή, να μας κάμη τη χάρη να μην τον γκρεμνήση του Μπάρμπα Θανάση τον τοίχο, που σκοτεινιάζει τα παραθύρια του.

Ήρθε μόνο για να πάρη τη μητέρα του και ναφήση στη θλίψη εμάς τους άλλους; Ή ήρθε μόνο για να φύγη, τόσο ήσυχα κι ωραία όπως έφυγε, και να μας διδάξη όλους με το θάνατό του τη μεγάλη τέχνη της ζωής; 16 τον Οχτώβρη Τα συλλογίστηκα όλα και τα είδα όλα και γνωρίζω πού γύρω γυρνά η πάλη. Είδα μέρα με την ημέρα πως όλα χειροτερέψανε. Και δεν είναι χαρά το να βλέπη κανείς καθαρά. Είναι πόνος.

Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον, καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει· «ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη τον καλόν γέροντα φονεύει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βαρυτάτη πράξις! αυτό 'θελε γενήτο πρόσωπο μας , εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.

Και αν χαρίσουν κι' εις σας προνόμια με τα 'δικά μας καθ' όλα όμοια, κι' εξ ίσου νέμεσθε μαζί μ' εμάς και ταξιώματα και τας τιμάς Κι' αν η κυρία Παρέν εκδώση εφημερίδων σοφών σωρείας, κι' αν επιμείνη και αν ιδρώση σοφάς να κάμη και τας κυρίας. Πάντα τα χείλη σας θα σαλιαρίζουν για τον ποδόγυρο τον τρισμακάριο, για ποιαις παντρεύονται, για ποιαις χωρίζουν, για ποιαις εχόρεψαν με Σεκρετάριο.

Εμάς μονάχα να μας επιθεωρείς, να μας παίρνεις στρατιώτες, να μας ζητάς φόρους και να μας βοηθείς, αν μπορείς, να βρίσκουμε κεφάλαια για μεγάλες επιχείρησες. Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σχολειό.

Εγώ ούτε εφανταζόμουν πως θα ήρχετο να μ' εύρισκεν εκεί κάτω! Είχα μάλιστα φύγει από την Πόλι για να τον αποφύγω. Όταν μια μέρα, εκεί που ζωγράφιζα ένα βυζαντινό ερημοκλήσι, τον βλέπω μπροστά μου! Τι ωραία εκκλησίτσα για ένα γάμο ερωτευμένων σαν κ' εμάς μου λέει. Εγώ εις τας αρχάς δεν εδέχθηκα. Αλλ' αυτός επέμεινε τόσο! Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Τι ώμορφη που είσαι!