United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αμβλέτος, γεμάτος υποψίαν, εισερχόμενος εις το δωμάτιον άρχισε να μιμήται με τους βραχίονας τα πτεροκοπήματα του πετεινού, και όπως άκουσε κάτι να κινήται όπισθεν του παραπετάσματος, φωνάζει· ένας ποντικός, ένας ποντικός! σύρει το ξίφος, το σπρώχνει μέσα εις το παραπέτασμα, φονεύει τον σύμβουλον, κατόπιν τον κατακομματιάζει και τον ρίπτει εις τους χοίρους διά να τον φάγουν· επιστρέφει εις το δωμάτιον, και πρώτα ελέγχει πικρώς την Γερούθην διά την αισχράν διαγωγήν της και κατόπιν της ομολογεί ότι αυτός προσποιείται τον τρελλόν διά να προφυλαχθή από τον θείον του και διά να προετοιμάση την εκδίκησιν, και δεν ζητεί εις τούτο από την μητέρα του άλλην συνδρομήν παρά να μη τον προδώση.

Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον, καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει· «ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη τον καλόν γέροντα φονεύει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βαρυτάτη πράξις! αυτό 'θελε γενήτο πρόσωπο μας , εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.

Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες!

Πώς! φωνάζει· κι' έχει δίκιο Να φωνάξη και να ειπή. Σαν κι' εγώ με τόσα φώτα, Κι' επιστήμης προκοπή, Το σκοπό που μελετήσω Μ' έγνιαν άκρας προσοχής, Πάντα ανάποδα να βγαίνη Πάντα να είμαι ατυχής! Η καθημερνή μου πράξι, εις και στα παραμικρά, Μου αποδείχνει, ότι παίρω Σ' όλα μέτρα σφαλερά. Και να βλέπω το χωριάτη, Το ανήλικο παιδί, Να εργάζουνται με λόγο; Κι' εγώ άκαρπο ραβδί.

Εις ταύτην την θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα φορέματά του, βρυχά, αδημονεί και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη! ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία! διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά να τον ξεσχίσω με τα χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη, ότι θα τον ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές πού υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον φονέα.

Του επρόβαλαν καμπόσοι Με καρδιάς κι' αγάπης ζέση Το γιατρό να προσκλέση. Τώρα αυτός και την αρρώστια, Και τον κίντυνο λογιάζει, Μον τα έξοδα τρομάζει. Ένας φίλος του αστείος, Με σκοπό να χορατέψη, Του είπε· μήπως εξοδέψη Πλιο παράνω στη θανή του, Αν απόμνησκεν ακόμα Έτζι ανήμπορος στο στρώμα. Τότε πλιο εκαταζαλίστη· Παντοχή και θάρρος χάνει, Και φωνάζει· θα πεθάνη.

Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις· Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά. Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά. Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους. Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου. Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει· Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά. Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί. Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις. Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια. Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό.