United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Ο γυιός του τώρ' ανδρειεύθηκε, και περπατάει τη νύχτα Με του Γιαννούλα τ' άρματα αλαφοκυνηγώντας Κι' ούτε Νεράιδες σκιάζεται ούτε Ξωθιαίς φοβάται, Γιατ' είνε Νεραϊδόπαιδο κ' έχει Νεράιδας αίμα. Χωρίς ν' αρπάξη απ' τα μαλλιά δεν άφηκε Νεράιδα, Χίλιαις ως τώρα φίλησε κι' αγκάλιασε άλλαις τόσαις.

Ο Έφις περπατάει, μικροκαμωμένος και μελαψός, μέσα σ’ αυτό το φωτεινό μεγαλείο.

Οι νεκροί ανασταίνονται, ο Χριστός που βρίσκεται πίσω από το κιτρινωπό παραπέτασμα του ιερού και δυο φορές το χρόνο μόνο τον δείχνουν στο λαό, κατεβαίνει από την κρυψώνα του και περπατάει. Κι Αυτός είναι αδύνατος, χλωμός, σιωπηλός.

Απεριόριστη κι απόλυτη είν' η ματιά εκείνου που κάθεται ήσυχα και μελετά, που περπατάει μοναχός και ονειροπολεί.

Το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε πίσω απ' το βουνό, το μεγάλο κάμπο, αποκρίθηκε: — Το χορτάρι που πατεί γίνεται κόκκινο απ' το αίμα των ποδαριών του μα περπατάει ακόμα. Ύστερα τον έχασε και το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε το μακρυνό κάμπο. Και είπανε όλα τα δένδρα μαζή και τα λουλούδια κ' οι κύκνοι: — Τι να γίνεται το δυστυχισμένο το βασιλόπουλο!...

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις· Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά. Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά. Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους. Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου. Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει· Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά. Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί. Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις. Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια. Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα... στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Ο ύπνος τ' αλαφρά του φτερά κρυφοχτυπάει, μ' αφανισμένα χέρια τα βλέφαρα ζιουπάει. Στη μέση από το δρόμο η νύχτα περπατάει, σε βάθος ησυχίας, και σιωπή πατάει. Καθόλου δε γροικιέται φωνή ουδέ καμμιά, τα πάντα ησυχάζουν, μεγάλη ερημιά. Κρυφά κι' αργός διαβαίνει αδιάκοπ' ο καιρός και μου τον συνοδεύει ονείρων ο χορός.