United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις όμως ακούμπησε πάλι το κεφάλι κάτω κι έκλεισε τα μάτια, όχι γιατί τον πρόσβαλαν τ’ αστεία των αφεντικών του, αλλά γιατί αισθανόταν πολύ μακριά από εκείνους, από όλους. Μακριά, όλο και πιο μακριά, αλλά μ’ ένα βάρος να τον πλακώνει, μ’ ένα φορτίο που δεν του επέτρεπε να πάει παραπέρα ή να γυρίσει πίσω. Ήταν χειρότερα από τότε που έσερνε μαζί του τους τυφλούς. Τελικά ήρθε και ο γιατρός.

Ο Έφις, ντυμένος κι εκείνος όπως οι άλλοι ζητιάνοι, έσερνε πίσω του τους δυο τυφλούς και του φαινόταν πως ήταν η μοίρα του η ίδια: το έγκλημα και η τιμωρία του. Δεν τους αγαπούσε, αλλά τους ανεχόταν με άπειρη υπομονή. Κι εκείνοι δεν τον αγαπούσαν, αλλά ζήλευαν ο ένας τον άλλο για την προσοχή που τους έδειχνε, και καυγάδιζαν συνέχεια.

Τίποτε δεν είταν ωραιότερο από το να βλέπη κανείς πως ο μεγάλος αδερφός, που του άρεσε να κάνη τον άντρα και γι' αυτό δεν ήθελε να δείχνη τα αιστήματά του, έσερνε το μικρό αδερφάκι μέσα στο αμαξάκι, χαιρότανε με το γελαστό προσωπάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα για να δη μην έπεσε ο μικρός. Το μόνο, που μπορούσε να συγκριθή με την εικόνα αυτή, είταν όταν έβλεπε κανείς το Σβάντε να κάνη το ίδιο πράμα.

Πάνω σ' ένα άρμα που το έσερνε ένας αετολέων παρουσιάζεται κάποιος που το μέτωπό του είναι ζωσμένο μ' αγριλιά, πούναι ντυμένος φλογόθωρη φορεσιά και πράσινη χλαίνα και σκεπασμένος είναι με άσπρο βέλο. Η παλιά φλόγα ξυπνάει μέσα μας, το αίμα μας ρέει γοργά στις φλέβες με τρομερούς παλμούς. Την αναγνωρίζουμε. Είναι η Βεατρίκη, η γυναίκα που την ελατρέψαμε.

Κι όταν τον επρόφτασε που μόλις έμπαζε τη Χλόη, κι αυτή την παίρνει και τους άλλους χωριάτες τους ετσάκισε στο ξύλο· ύστερα ήθελε να τόνε σέρνη δεμένο καθώς σκλάβο από κανένα πόλεμο· και θα τον έσερνε, αν δεν επρόφταινε να λακίση.

Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα... στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Ένας Προφήτης είχε φανή στην ξένη πολιτεία. Ο κόσμος έτρεχε από πίσω του. Όπου περνούσε ο προφήτης έσερνε πίσω του χιλιάδες. Ο λαός έτρεχε σαν τα μυρμήγκια.