United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εμένα με διέταξαν να τους ακολουθήσω, κι' απόκρισιντο γράμμα σου εδώ να περιμένω. Αλλά μ' εστραβοκύτταζαν. — Και με τον ταχυδρόμον συναπαντήθηκα εδώ της κόρης σου εκείνον, που με την παρουσίαν του μ' επότισε φαρμάκι. Ήτον ο ίδιος, που προχθές ετόλμησεν εμπρός σου ν' αυθαδιάση. Έδειξα ανδρείαν κι' όχι γνώσιν, κ' έσυρα έξω το σπαθί. Εσήκωσε τον κόσμον με άνανδρα ξεφωνητά εκείνος.

Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!» Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Τότε έσυρα το ξίφος και αφού την συνέλαβα και την έδεσα ήρχισα να την ανακρίνω περί όλων• αυτή δε ηναγκάσθη να μου ομολογήση ότι ήσαν γυναίκες θαλάσσιαι ονομαζόμεναι Ονοσκελέαι και ότι τρώγουν τους επισκεπτομένους την νήσον ξένους. Αφού τους μεθύσωμεν, είπε, κατακλινόμεθα μετ' αυτών και ενώ κοιμούνται τους φονεύομεν.

ΕΡΩΣ. Στρέψον απ' εμού την ευγενή εκείνην φυσιογνωμίαν επί της οποίας ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια κόσμου ολοκλήρου. ΕΡΩΣ. Έσυρα το ξίφος. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν ας εκτελέση πάραυτα την πράξιν διά την οποίαν το έσυρες. ΕΡΩΣ. Αγαπητέ μου κύριε, στρατηγέ μου και αυτοκράτορ, άφες με να σου είπω «χαίρε», πριν καταφέρω το θανατηφόρον τούτο κτύπημα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το είπες, φίλε· χαίρε. ΕΡΩΣ. Χαίρε, έξοχε στρατηγέ.

Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα: — Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου! Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ; Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.

Έκαμε κίνηση σπασμωδική κ' η έκφραση του προσώπου της είτανε σχεδόν πικρή, όταν απάντησε: — Γιατί θέλεις να μου τα καταστρέφης όλα; — Το κάνω αλήθεια; — Όχι, μα είμουν τώρα τόσο ευτυχισμένη. Σώπασα και την έσυρα πιο κοντά μου.

Κατέβην το βουνόν εις ένα κάμπον ευρυχωρότατον, και περιεπάτησα ένα μήνα έως να φθάσω εις το περιγιάλι· κατά τύχην έως τρία μίλια μακράν είδα ένα πλοίον το οποίον επειδή ήτον γαλήνη έπλεεν αργά· εγώ διά να μη χάσω μίαν τοιαύτην ευκαιρίαν, έσυρα ένα ξύλον από τον αιγιαλόν εις την θάλασσαν, και αναβαίνοντας εις αυτό και μεταχειριζόμενος διά κουπιά τα χέρια και τους πόδας μου, έφθασα το καράβι, και πλησιάσας επιάσθηκα από ένα σχοινί, και με ευκολίαν ανέβηκα επάνω και με σχήματα και νεύματα που έκαμα δακρυρροώντας εκίνησα τον καραβοκύρην εις έλεος, και με έλαβεν εις την προστασίαν του, μολονότι οι άλλοι πραγματευταί και ναύται δεισιδαίμονες ήθελαν να με φονεύσουν· αυτός όμως λαμβάνοντάς με εις την προστασίαν του, παρήγγειλεν εις όλους να μην αποτολμήση κανείς να με ενοχλήση, ή να με δείρη· και αυτός με εχάιδευε και με περιεποιείτο.

Ήρχισε λοιπόν κωδωνοκρουσία εις την Τήνον και συνέρρεον ωπλισμένοι οι κάτοικοι, έσυρα δε κ' εγώ μετά των λοιπών έν παλαιόν κανόνιον, το οποίον εστήσαμεν επί λόφου προέχοντος, του Πασά Ακρωτήρι λεγομένου. Αλλά σφαίρας δεν είχομεν και εκαίομεν πυρίτιδα μόνην, απειλούντες δήθεν ή προκαλούντες τους Τούρκους.

Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225 έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,— όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων. κ' ενώτο αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν, πώς να ερωτήσω καθεμιάτον νου μου εγώ ζητούσα. και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου, και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν• κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.

την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.