United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσες βολές η σκύλλα Ξενητιά με κερνάει τα πικρά της κρατηροπότηρα, αχ! δεν ηξέρω πώς μώρχεται τότε και λησμονώντας κι' απαριάζοντας όλον τον περίγυρά μου κόσμο, χύνονται σαν λυσσαγμένος μέσα μου, και με τα σιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος σκάφτω την έρμη μου καρδιά κι' από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μου Ενθύμησες. — Η πρώτες συγκίνησες, που κέντισαν την παιδική μας ψυχή, αφίνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες· κ' είνε το νήμα το μυστικό, οπού μας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας.

Και τόσο εφρόντιζε ως που και τα κέρατα άλειφε και το μαλλί τους εχτένιζε. Θα νόμιζε κανένας πως βλέπει κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Κ' εκοπίαζε σ' όλα αυτά μαζί του κ' η Χλόη· και λησμονώντας το κοπάδι της τον περισσότερο καιρό έμενε κοντά σ' εκείνα, ως που ενόμιζε ο Δάφνης, ότι εξ αιτίας της του εφαίνονταν όμορφα τα γίδια.

Λησμονώ· αλλά μέσα εις τούτους τους γλυκούς λογισμούς αλαφραίνουν οι κόποι μου· και, φαίνεταί μου, σχολάζω λησμονώντας. Μπαίνει η ΜΙΡΑΝΤΑ και ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο οποίος μένει εις ένα κάποιο διάστημα. ΜΙΡ. Ωιμένα! τώρα, παρακαλώ σε, μην κοπιάσης τόσο· να τάχε κάψει ταστροπελέκι εκείνα τα γογγύλια, που είσαι προσταγμένος να θιμωνιάσης!

Είτανε βράδυ βράδυ, ο ήλιος έγερνε κατά τα κορφοβούνια, κ' οι σκλαβωμένες οι Κρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι αποσταμένες, πρησμένα τα πόδια τους, ξέπλεγα και σκόρπια τα μαύρα μαλλιά τους, που κάθε λίγο τα συμμαζεύανε με το μαγουλήκι μην τύχη και τις παρακοιτάζουν ξένοι, λησμονώντας πως μήτε η ομορφιά τους δεν είτανε πια δική τους.