United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίς να υποψιαστή τίποτε από τα μελλούμενα ο Δάφνης, αμέσως σηκόνεται κι αφού επήρε την αγκλίτσα του, ακολουθούσε τη Λυκαίνιο· κι αυτή τον έφερνε όσο μπορούσε μακριά από τη Χλόη κι όταν εφτάσανε στο πιο δασό μέρος κι αφού τον παρακάλεσε να καθίσουνε κοντά σε μια πηγή, του είπε: — Αγαπάς, Δάφνη, τη Χλόη· κι αυτό το έμαθα εγώ τη νύχτα από τις Νύμφες.

Κ' η Χλόη, επειδή δεν ήξερε τις πονηριές του ερωτευμένου, χαρούμενη έπαιρνε τα δώρα, κ' έχαιρε περισσότερο που τα είχε για να τα χαρίζη αυτή του Δάφνη· κ' επειδή έπρεπε πια να μάθη κι' ο Δάφνης τα έργα του έρωτα, έστησε φιλονεικία ο Δόρκωνας μ' αυτόν ποιος είναι ομορφότερος κ έγινε κριτής η Χλόη· και βραβείο για το νικητή ήτανε να φιλήση τη Χλόη· και πρώτος ο Δόρκωνας τέτοια έλεγε: 16. — Εγώ, παρθένα, είμαι μεγαλείτερος από το Δάφνη· εγώ είμαι γελαδάρης κι αυτός γιδάρης· μα είμαι και τόσο καλλίτερός του όσο είναι τα βώδια από τα γίδια· είμαι κι άσπρος σαν το γάλα και ξανθός σαν το στάρι που θα το θερίσουν· εμένα με ανάθρεψε μητέρα κι όχι αγρίμι.

Μα όταν είδε και το χελιδόνι να πετάη ακόμη σιμά της και το Δάφνη να γελάη για το φόβο της, έπαψε να φοβάται κ' έτριβε τα μάτια της που ήθελαν ακόμη να κοιμηθούν. Κι' ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδάη μες στον κόρφο της σαν ικέτης, που ευχαριστούσε για το γλυτωμό του. Πάλι λοιπόν εφώναξε δυνατά η Χλόη· κι ο Δάφνης εγέλασε.

Άμα τάκουσεν ο Δάφνης γίνεται έξωφρενών κ' έκλαψε, αφού κάθησε χάμου, λέγοντας ότι θα πεθάνη, αν δε μένη πια μαζί του η Χλόη· κι όχι μονάχα αυτός παρά και τα γίδια ύστερ' από τέτοιονε βοσκό. Κατόπι, αφού συνήρθε, πήρε θάρρος και στοχαζόταν, ότι θα καταπείση τον πατέρα της κ' ελογάριαζε έναν από τους γαμπρούς και τον ατό του και παράλπιζε πως θα φανή καλύτερος από τους άλλους.

Κ' έφυγεν ο Εύδρομος φίλος του πια. Ο Δάφνης όμως γεμάτος ανησυχία έμενε μαζί με τη Χλόη· μα και τούτη εφοβότανε πολύ γι' αυτόν, επειδή παιδί συνηθισμένο να βλέπη τα γίδια και το βουνό και τους ζευγολάτες και τη Χλόη πρώτη φορά έμελλε να ιδή τον αφέντη, που πρώτα μονάχα τ' όνομά του άκουε.

Και τώρα κυβερνάω το Δάφνη και τη Χλόη· κι όταν τους κάνω ν' ανταμόνουνται το πρωί, έρχομαι στον κήπο σου και διασκεδάζω με τάνθη και τα δέντρα και λούζουμαι σε τούτες τις πηγές. Γι' αυτό είναι όμορφα και τάνθη και τα δέντρα, επειδή ποτίζουνται από τα νερά του λουτρού μου.

Μα ο Δόρκωνας ο γελαδάρης που είχε ανασύρει το Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο, παλληκάρι που μόλις έβγανε γένια και που ήξερε και τ' όνομα και τα έργα του έρωτα, αμέσως από κείνη την ημέρα ερωτεύτηκε τη Χλόη· κι όταν επέρασαν κι άλλες πολλές ημέρες πιο πολύ εφλογιζόταν η ψυχή του· και περιφρονώντας το Δάφνη, σαν παιδί που ήτανε, εστοχάστηκε να τον παραμερίση ή με δώρα ή με φοβερίσματα.

Εσύ λοιπόν για τόνομα των Νυμφών κ' εκείνου του Πάνα, αφού μπης στη λαγκάδα, σώσε μου τη χήνα· επειδή φοβάμαι μονάχη μου να μπω. Κ' ίσως να σκοτώσης και τον ίδιο τον αετό και να μη σας αρπάξη κ' εσάς πια πολλά αρνιά και κατσίκια· και το κοπάδι ως τότε θα το φυλάξη η Χλόη· τήνε γνωρίζουνε βέβαια τα γίδια, γιατί πάντα βόσκει μαζί σου.

Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Και τόσο εφρόντιζε ως που και τα κέρατα άλειφε και το μαλλί τους εχτένιζε. Θα νόμιζε κανένας πως βλέπει κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Κ' εκοπίαζε σ' όλα αυτά μαζί του κ' η Χλόη· και λησμονώντας το κοπάδι της τον περισσότερο καιρό έμενε κοντά σ' εκείνα, ως που ενόμιζε ο Δάφνης, ότι εξ αιτίας της του εφαίνονταν όμορφα τα γίδια.