United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τράγοι, αφού εθύμωσαν, επιάστηκαν· και σαν έγιναν πιο δυνατά τα κουντρίσματα σπάει του ενός το ένα κέρατο· και μουγκρίζοντας τούτος από τον πόνο τόβαλε στη φευγάλα· μα ο νικητής ακολουθώντάς τον καταπόδι τον κυνηγούσε αδιάκοπα. Λυπάται ο Δάφνης τον τράγο με το σπασμένο κέρατο και θυμωμένος από την κακία του νικητή τον κυνηγούσε, αφού άρπαξε την αγκλίτσα του.

Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;

Χωρίς να υποψιαστή τίποτε από τα μελλούμενα ο Δάφνης, αμέσως σηκόνεται κι αφού επήρε την αγκλίτσα του, ακολουθούσε τη Λυκαίνιο· κι αυτή τον έφερνε όσο μπορούσε μακριά από τη Χλόη κι όταν εφτάσανε στο πιο δασό μέρος κι αφού τον παρακάλεσε να καθίσουνε κοντά σε μια πηγή, του είπε: — Αγαπάς, Δάφνη, τη Χλόη· κι αυτό το έμαθα εγώ τη νύχτα από τις Νύμφες.

Κοπή =το κοπάδι, — Κοτάω =τολμώ. — Κρούει ο ήλιος =βγαίνει, ανατέλλει, χτυπάει. — Καρβανάρος , Ο αφέντης του καρβανιούΚράκουρα . η άκρα άκρα του ψηλού βουνούΚαπρί , αγριογούρουνο. — Κλαπατάρια , φτερούγες των πουλιώνΚούροι και κούρος Ο κουρεμός του κοπαδιού. — Κωλόκουρα , τα μαλλιά που βγάζουν κουρεύοντας τα πισινά των προβάτωνΚολτσίδες αγκάθια που κολλούν τα μαλλιά των προβάτων τα λεν και σκάλια από το σκαλώνω. — Καπούλια τα πισινά των ζώων. — Καταγός ποταμού ή αυλακιού, η πηγή, το κεφαλάρι, Γκλάβα εις Πωγώνιον της Ηπείρου. — Κλίτσα και αγκλίτσα , το ραβδί των ποιμένων. — Κόθρα τα ξύλινα στέφανα που δένουν τα κουδούνια και τα περούντους λαιμούς των προβάτων. — Καυκί =ξύλινον αγγείον. — Κιβούρι =το φέρετρον του νεκρού. — Κουρμαίνομαι , αφικράζομαι, ακροώμαι.

Τότε ο Δάφνης αφού μάζεψε όλα τα τσοπάνικα πράματά του, τα εμοίραζε σαν τάματα στους θεούς· στο Διόνυσο αφιέρωσε το ταγάρι και το τομάρι· στον Πάνα το σουραύλι και το παγιαύλι· στις Νύμφες την αγκλίτσα και τα καρδάρια, που τάχε φτιάσει ο ίδιος.