Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Και είδε τρεις ωραίους κύκνους, οι οποίοι κατέβησαν από το χόρτον εις την λίμνην, και εκολυμβούσαν ελαφρά και εκινούσαν με χάριν τους λαιμούς των. Το παπί ενθυμήθη τους κύκνους και εμελαγχόλησε. θα με σκοτώσουν, είπε, τα μεγαλοπρεπή αυτά πτηνά, διότι τολμώ να τα πλησιάσω. Αλλά θα υπάγω κοντά των.
Βόδια πολλά 'στρώσαν στη γης με τους λαιμούς κομένους, 30 πρόβατα ασπρόμαλλα πολλά κι' ακροπατούσες γίδες· κι' ένα σωρό καψάλιζαν καλόθρεφτα γουρούνια π' αστράφτανε του πάχους τους στρωμένα μες στις φλόγες. Κι' έτρεχε γύρω στο νεκρό παντού το αίμας βρύση.
Και το στοχασμό της τον βλέπω αυτό το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο ρυάκι του λαμπρού φωτός, που σμαραγδένιο και ρόδινο μαζί, σταλάζοντας μέσ' απ' τα φύλλα του πλατάνου, τρέχει απάνω στα πουκάμισά σας και, στους λαιμούς σας, καθώς σαλεύετε μιλώντας, γιγάντιοι δουλευτάδες, ω σύντροφοί μου!
Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.
Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν• και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου, με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο. και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150 με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν, και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν. και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους, δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι. και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155 και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν. και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης, ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν, των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη• εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160
Η Σμάλτω στραφείσα παρετήρησεν ότι δύο γαλιά ήριζον ραμφίζοντα κάτι μέσω των ξηρών χόρτων και ότι τ'άλλα έσπευδον λαιμάργως εκεί, τείνοντα ως δόρατα τους λαιμούς και με κραυγάς, ως ν' ανεκάλυψαν αίφνης πολύτιμον τροφήν. Μετά μικρόν συνήχθησαν όλα εκεί, συσφηνούμενα το έν προς το άλλο, σχηματίζοντα ούτω πυκνόν αλώνα, με τα μαυροπράσινα πούπουλά των μαρμαίροντα υπό τας ηλιακάς ακτίνας.
Έν βράδυ, ενώ ο ήλιος εβασίλευεν εις όλην του την ωραιότητα, έν κοπάδι μεγάλων πτηνών κατέβηκεν από τον ουρανόν· ήσαν κάτασπρα με μεγάλους λαιμούς, τους οποίους εκινούσαν με πολλήν χάριν. Ήσαν κύκνοι. Εφώναζαν μίαν περίεργην φωνήν, ήπλωναν τα λαμπρά κάτασπρα πτερά των, και ητοιμάζοντο να φύγουν από τα ψυχρά κλίματα εις άλλους ωραίους τόπους, όπου τους επερίμενεν ο ήλιος πάλιν.
Και όλοι εκπεπληγμένοι, απορούντες διά την πράξιν αυτήν του Μάρτη, του παληόγερου καθώς τον έλεγαν, εστάθησαν με οφθαλμούς διεσταλμένους, λαιμούς τεταμένους και αυτιά ολάναικτα, να ακούσουν τον γηραιόν Νοέμβριον. — Ναι, παντρεύτηκε· είπεν ούτος· μα τι κατεργάρης που σου είνε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν