United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην. — Σ' αγαπάει, καϋμένη!

Την ώραν που επήγαν τα βιολιά κ' έφεραν τον κουμπάρον έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρύφα τον Στάθην, όστις στολισμένος συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν· — Η χίλιες δραχμές, τι γίνονται; — Θαρρώ πως της έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.

Με τα βιολιά τώρα, με τες χαρές και με τα τραγούδια που κάμανε πέρα, σμιγμένοι και χωριστά οι άνδρες από τες γυναίκες, δεν παράλλαζαν από συμπεθεριό κι από ψίκι. Ένα μοναχά. Οπ' ούτε νύφην ούτε γαμπρό πήγαιναν για να πάρουν. Με τες τριχιές ριγμένες πισόπλατα, είτε κρεμάμενες από τα χέρια, πήγαιναν για τα μάρμαρα.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και τι είνε λοιπόν, σε παρακαλώ, όλος αυτός ο κόσμος; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όλος αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος που έχει δίκηο και που είνε πειο γνωστικός από σένα. Εγώ τάχω χαμένα με τη ζωή που κάνεις. Δεν ξαίρω πεια τι έχει καταντήσει το σπίτι μας. Μου φαίνεται εδώ μέσα σαν ένα καθημερινό καρναβάλι. Από τα ξημερώματα αρχίζουν τα βιολιά και τα τραγούδια που ξεκουφαίνουν όλη τη γειτονιά!

Και βιολιά, και λαούτα, ακούς, και λογιών-τω-λογιών τα λαλούμενα, τακούς, κι' όλ' οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι, τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς . . . Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τακούς . . . Και πού είσ' ακόμα, ν' αρχίσουν να μας έρχωνται η νυφάδες για το Θανάση, κ' η πεθεράδες, που θα μας κουβαλούν ζαχαρομαχαλιά και κουραμπιέδες, και λογιών-τω-λογιών καλούδια . . . Ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θάχουμε . . . Και ποια μάννα είνε σαν εμένα; . . . Πώς έχω τον νου μου, δεν λέτε; . . .

Μέσα στη φρίκη και τα δάκρυα εκείνων, όταν θ' ακούνε τα φοβερά μας μαρτύρια, μέσα στα χάδια και τις περιποίησες που θα τους κάνουν, θα ξεχάση καθένας τα βάσανα του· θα πλακώσουν έπειτα τα βιολιά και το κρασί των φίλων και πάει πλέον, ούτε ήταν ούτ' εφάνηκε ο κίνδυνος. Όμως εγώ τίποτε από αυτά δεν επερίμενα. Ούτε γονέους, ούτε στενούς συγγενείς, ούτε φίλους εγκαρδιακούς είχα εκεί.

Τα βιολιά εγρατσούνιζαν, το τύμπανον εκτυπούσε δυνατώτερα, τα τρομπόνια εμυκώντο καθώς οι ταύροι του Φαλάρητος εν μέσω των φλογών και η σκηνή καθισταμένη κατά το μάλλον και ήττον θορυβωδεστέρα, εφ' όσον ηυξάνετο η επίδρασις του οίνου, μετεβλήθη εις πανδαιμόνιον. Κατά το διάστημα αυτό ο κ.

Με τα βιολιά τώρα, με τες χαρές και με τα τραγούδια που κάμανε πέρα, σμιγμένοι και χωριστά οι άνδρες από τες γυναίκες, δεν παράλλαζαν από συμπεθεριό κι από ψίκι. Ένα μοναχά. Οπ' ούτε νύφην ούτε γαμπρό πήγαιναν για να πάρουν. Με τες τριχιές ριγμένες πισόπλατα, είτε κρεμάμενες από τα χέρια, πήγαιναν για μάρμαρα.

Μεγάλη ιδέα έχουνε για τον εαυτό τουςήλεγε η Σμαραγδούλα. — «Τους φαίνεται πως φτάνει να καταδεχτούνε να σε κυτάξουνε, εσύ ετρελλάθηκες απ' τη χαρά σου· αν έρθουνε δα και με τα βιολιά, τόχουνε γι' αμαρτία να μην ανοίξης την πόρτα σου. Εγώ δεν τ' αγαπώ αυτά και όσο θένε, ας τρέχουνε· δε με πλανούνε

Τα γλυκοχαράμματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια. Όλην την εσπέραν και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του.