United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα.

ΑΔΜΗΤΟΣ Βέβαια είμ' αξιέπαινος. Ποτέ δεν θα ονομάσης γαμπρό εμένα. ΗΡΑΚΛΗΣ Σ' επαινώ βεβαίως γιατί είσαι πιστός εις την γυναίκα σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Αν την προδώσω κάποτε, να μη σώσω να ζήσω, αν και εκείνη τώρα πια δεν ζη για να μ' ακούση ΗΡΑΚΛΗΣ Δέξου την τώρα αυτήν εδώ στο ευγενικό σου σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Όχι. Εις τον πατέρα σου τον Δία σε ορκίζω. ΗΡΑΚΛΗΣ Αν δεν το κάμης, πρόσεξε, γιατί είν' αμαρτία.

Είνε ανηψιός του κυρίου Πυργγόν γυιός του γυναικαδέλφου του, του γιατρού κυρίου Διαφουαρούς, και αυτός ο γυιός ονομάζεται Θωμάς Διαφουαρούς και όχι Κλεάνθης· και τον εσυμφωνήσαμε το γάμο αυτό σήμερα το πρωί, ο κύριος Πυργγόν, ο κύριος Φλεράν και εγώ· και αύριο, αυτό τον επίδοξο γαμπρό θα μου τον φέρη ο πατέρας του. Ε; τι συμβαίνει; φαίνεσαι σαν αποχαυνωμένη;

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές; Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη! Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είνε της Τρυποβράκας ο γυιός. Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό.

Παπά μ', να χαίρεσαι το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε.

Πρώτος από τους πέντε αντιπάλους του βγαίνει από τη μέση ο Σεβήρος, που θανατώθηκε στη Ραβέννα πολεμώντας το Μαξιμιανό και τα Μαξέντιο. Τρέμοντας τότες ο Μαξιμιανός το φοβερό το Γαλέριο συλλογιέται να κάμη τον Κωσταντίνο γαμπρό του για να τον έχη μαζί του, και του προξενεύει την αδελφή του τη Φάουστα.

Ο πατέρας της Αννέζας είνε τόσο εξαγριωμένος, που αν ο 'γούμενος δεν αφήκη ήσυχο τον γαμπρό, θα κάμη μεγάλα πράμματα. Έχει φίλο και το Δήμαρχο και θα λάβη τα μέτρα του, δε θ' αφήκη να του πάρουνε τον Κεριάκο. Τη στιγμή εκείνη εφάνηκε ο 'γούμενος και η ομιλίες επαύσανε.

Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη. Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε.

Θέλει αυτή τη δουλιά να τηνε κερδήση χωρίς άλλο και για τη φιλοτιμία τουκαθώς λέεικαι για να μπη στη μύτη του εχθρού του τού Κοντοπάνη, οπού τον εκατάτρεξε περισσότερο από κάθε άλλονε. Με όλη του όμως την τέχνη, βλέπει τον γαμπρό να παραδέρνη σαν το νερό, στα ενάντια ρεύματα, και αποφασίζει να βάλη εις ενέργεια τα μεγάλα μέσα, ό,τι τέχνασμα και κατεργαριά του έλθη στο νου.