United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη συναναστροφάς . . . — Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . . επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν τον Θοδωρή και πιάνειτην στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών κοντά είνε.

Οι γεροντότεροι βοσκοί διηγούντο εις τους νεωτέρους αυτήν την ιστορίαν, διά να τους εμποδίζουν από την ζωοκλοπήν· αλλά τόσον ολίγον την επίστευον οι ίδιοι, ώστε δεν τους απέτρεπε να κλέπτουν περισσότερον από τον Θοδωρή. Ο Μανώλης διερχόμενος, εκαλημέριζε πάντοτε τον απολιθωμένον βοσκόν· «Καλημέρα, Θοδωρή». — Καλημέρα Θοδωρή, απήντα και η φωνή.

Ήτον η γυνή απ' τα βουνά, σύζυγος ποιμένος, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνας τας αρχαϊκάςτης πρωτινές ή παλαιινές, καθώς τας έλεγαν.

Όταν επέρασε από του Θοδωρή το λαγκάδι, του ανήγγειλε το σπουδαίον γεγονός: — Θοδωρή! κατές το πως εμεγάλωσα! Αλλ' ο ανόητος Θοδωρής, αντί να τον συγχαρή, επανέλαβεν, όπως πάντοτε, απαράλλακτα την φράσιν. Ηδύνατο ο Μανώλης να παρατηρήση και κάτι τι άλλο χαρακτηριστικόν της μεταβολής, αλλ' ίσως του διέφυγε τούτο.

Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας. — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή. — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,

Δύο έτη έκλαιον εν τη νήσω του καπετάν Θοδωρή, η σύζυγος αυτού Γερακούλα και τέσσαρες θυγατέρες του, ωραίαι και ξανθόμαλλοι, δροσεραί ως αφρός της θαλάσσης κ' εύμορφοι ως μυρσίνης κλωνάρια.