United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το λοιπόν τράμπα! — Τράμπα! φωνεί ο χορός. — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή. — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ. — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;

Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου. — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι τρέχει; τι έπαθες; Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά του. — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη, Γρήγορα. Έλα! Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.

Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας στείλη το θεωρείον της. — Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού. — Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της. — 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . . μας καθυποχρέωσε! Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·

Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην η κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους! — Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον υπηρέτην, δος τους τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.

Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης μαζή, μου δίνεις είδησι. — Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.

Τοιούτον εν ολίγοις το ζεύγος, όπερ την εσπέραν της 19 Αύγουστου 1883 έπαιζε σ κ ο υ π ι σ τ ή ν εν τω οίκω του Κ. Περδίκη. — Τι έγειναν απόψε τα παιδιά; ερωτά ο οικοδεσπότης, σκουπίζων δι' ενός ρήγα τα επί της τραπέζης χαρτιά. — Αι! το παράκαμες, κύριε! φωνεί η Κ. Πηνελόπη· δεν μ' αφίνεις χαρτί. Και προσθέτει μετά μικρόν, ρίπτουσα ένα τεσσάρι επί την τράπεζαν.

Δόσετα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των οινοφλύγων. — Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον γείτονά του είς των παρακαθημένων, Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των υποψηφίων δημάρχων. — Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων. — Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι.

Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας. — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή. — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,

Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη! Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον. Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.