United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτεξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανή εις την οικίαν από πέρυσιν, από την ημέραν του γάμου.

Ο δε Περδίκκας ενώσας τον στρατόν του μετά του Βρασίδου προχωρεί ευθύς εναντίον του Αρριβαίου του Βρομερού, βασιλέως των Λυγκηστών Μακεδόνων, ο οποίος ήτο γείτων και μετά του οποίου είχε διαφοράς τινας και ήθελε να τον υποτάξη.

Αβαρίδης, αλλά καλλίτερα τα γράφει εδώ». Είνε αληθές ότι κατά την σύνοδον εκείνην, ως και καθ' όλην την περίοδον δεν είχε καλοχορτάσει τον ύπνον επί των εδωλίων της αιθούσης των συνεδριάσεων. Μόλις έκλειε τους οφθαλμούς, και γείτων συνάδελφος, λίαν υποχρεωτικός, πολιτικός φίλος, τον εξύπνα αποτόμως σείων αυτού τον βραχίονα, και του εσύριζεν εις το ους μίαν λέξιν πάντοτε : Ναι ή όχι.

Αλλά νομίζω ότι έχω το δικαίωμα ν' αγανακτήσω εναντίον σου, διότι ενώ τόσον καιρόν σε περιποιούμαι, δεν κατεδέχθης να με συναριθμίσης εις τους άλλους σου φίλους, αλλά μόνος εγώ έμεινα απρόσκλητος και μάλιστα ενώ είμαι και γείτων σου.

Εάν κακότυχόν τι ελαιόδενδρον συνέβαινε να κλίνη τον ένα κλώνα προς τον παρακείμενον αγρόν, ο γείτων διά νυκτός έτρεχε με την τσάπαν του να περισκάψη το σύνορον, να μεταθέση την «αποσκαφήν». Την επαύριον το ελαιόδενδρον έκπληκτον εξημερώνετο εις τον ελαιώνα του γείτονος. Είχεν αλλάξει κύριον την νύκτα.

Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκεταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα; Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν. Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων του. Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.

Και όταν είς γείτων, διαβασμένος κάπως, παρετήρησεν ότι αυτό ήτο δεισιδαιμονία, ο παπ' Αβέρκιος ο ερημίτης απήντησεν ότι την δοξασίαν ή την συνήθειαν αυτήν επικυρώνει κ' η Αγία Γραφή. «Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός», είπεν ο Ιακώβ εις τον Λάβαν τον πενθερόν του. Άλλοι έλεγαν ότι το μόνον «γούρι», ο καλός οιωνός, τον οποίον συνήθιζε κατά κόρον ο καπετάν Στέφος, ήτον η κλεψιά.

Δόσετα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των οινοφλύγων. — Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον γείτονά του είς των παρακαθημένων, Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των υποψηφίων δημάρχων. — Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων. — Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι.

Ο μορφούμενος κατ' αυτούς ουδέποτε θα παραγάγη κάτι άνοστον και κακόν, ως ο μορφούμενος διά των νόμων και της ευπορίας ουδέποτε δύναται να γείνη οχληρός γείτων, ουδέποτε εξαιρετικός κακούργος· αλλ' όμως κάθε κανών, και ας λέγουν ό,τι θέλουν, θα καταστρέψη το αληθές της φύσεως αίσθημα και την αληθή αυτής έκφρασιν!

— Ε, δεν μιλάς· δεν θα πάρης κ' εσύ το 'δικό σου, γέρω Μάρτη; είπεν εις αυτόν ο Φλεβάρης, ο γείτων του. — Αμ τι να πάρω εγώ, ο παληόγερος· εδωπά θ' ανοίξω τον πύρο μου να πιώ λιγάκι. Και άνοιξε μεγάλην τρύπαν εις το κατώτατον μέρος του βαρελιού.