United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γονατιστός ενώπιόν μου ο Μίρτος, ο μόνος εκ των νησιωτών του οποίου εγνώριζα ήδη το όνομα, εμειδία σείων ακόμη τον βραχίονά μου. Δεν ηξεύρω πώς και διατί εφιλιώθημεν αμέσως και διά μιας μετά του Μίρτου.

Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του.

Μόλις επάτησεν εις τα άγια χώματα, ο ορεινός απεμακρύνθη ολίγα βήματα, και στραφείς κατά τον αιγιαλόν, εστάθη μεταξύ ενός βράχου κ' ενός θάμνου, και προσβλέψας βλοσυρώς προς τον μπάρμπ’-Αλέξην, όστις απεμακρύνετο σιωπηλός από της ακτής, επρότεινε και τους δύο γρόνθους την φοράν ταύτην, σείων απειλητικώς την κεφαλήν και κράζων·Αχ! καραβά! Αχ! βρε καραβά! Αχ! μωρέ καραβά!

Πρώτα ήταν όλο μεγάλοι. «Πού να ήσαστε σεις τον καιρό που ήτον ο άλλος ο δάσκαλος, ο Φλάσκος Φλασκο-μπιμπίνος, ο κιτρινιάρηςΚαι σείων την κεφαλήν, διηγείτο προς τους μικρούς μαθητάς, οίτινες τον ήκουον εκπέμποντες μεγάλα επιφωνήματα θαυμασμού, πώς ο Τζώρτζης ο Σγούρας, δεκαοχτώ χρόνων, υψηλός, με ανορθωμένα σγουρά μαλλιά, τα οποία δεν ηδύνατο να διευθετήση το κτένιον, έδειρε μίαν φοράν τον άλλον διδάσκαλον, «τον Φλάσκο Φλασκο- μπιμπίνο, τον κιτρινιάρη», πολιορκήσας αυτόν όπισθεν της δασκαλοκαθέδρας, και κατενεγκών τρεις σφιγκτούς γρόνθους κατά του στέρνου του, διότι ο διδάσκαλος ηπείλησε να τον κλείση εις το κάτωθεν της δασκαλοκαθέδρας σωφρονιστήριον, όπου έβοσκον βλατούδες και ψαλλίδες πολυποδαρούσες και όχι ολίγοι ποντικοί.

Καθώς είχεν αρχίσει να βρέχη χιονόνερον, και να βοΐζη ο άνεμος σείων το καραβόπανον, το οποίον εφαίνετο πασχίζον να φράζη το φοβερόν χάσμα του τοίχου και της οροφής, όπως τα ράκη καλύπτουσι την γύμνωσιν της πτωχείας, κ' εγίνετο βοή, κ' εκρότουν από το ψύχος τα ολίγα δόντια που έμενον εις το στόμα της Σειραϊνώς, ο Πάπος, έτριζε τα δόντια τα ιδικά του, παρόμοια με μουτσούνας Αράπη, την αποκρηά, κ' έτριβε τας χείρας και εφώναζε·

Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά! — Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθενΑλλά ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενεξηκολούθει, κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!

Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης. — Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου. Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.

Κατέει ο μπουρμάς είντα 'ν' ο χουρμάς; είπεν ο Σαϊτονικολής σείων την κεφαλήν, ενώ παρετήρει τον υιόν του απομακρυνόμενον. Έπειτα στραφείς προς την ανησυχούσαν σύζυγόν του, της είπεν: — Έγνοια σου και να του περάση θέλει. «Σα μεθυσμένος φαίνεται, μεθυσμένος δεν είνε· σαν βούι πάει, βούι δεν είνε.

Όχι ακόμη, αλλ' ο απόστολος Παύλος έρχεται μαζί μου διά να μου διδάξη την διδασκαλίαν του Χριστού. Ακολούθως θα δεχθώ το βάπτισμα . . . Διότι είναι ψεύδος, ότι εκείνοι είναι εχθροί της ζωής και της χαράς, όπως έλεγες. — Τόσον το καλλίτερον διά σε και διά την Λίγειαν! Έπειτα σείων τους ώμους, είπεν: — Η ικανότης των ανθρώπων τούτων εις το να ελκύωσι προσηλύτους είναι μοναδική.