United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι εμείς μονάχα, αλλ' ούτε ο πατέρας, που είχε ταξιδέψει όλον τον κόσμο, τα ήξερε, ούτε ο δάσκαλος, που είχε διαβάσει όλα τα βιβλία. Και γι' αυτό, το βράδυ, όταν μαζευόμαστε τριγύρω της, η γιαγιά μάς τάλεγε όλα αυτά και άλλα τόσα ακόμα και τελειωμό δεν είχαν. Κ' εμείς της λέγαμε: — Τα είδες με τα μάτια σου, γιαγιά; Κ' εκείνη μας έλεγε: — Τα είδα με τα μάτια μου, όπως σας βλέπω τώρα.

Θαρρεί δηλαδή πως φουρτούνα και μπουνάτσα δεν είναι δουλειά της μετεωρολογίας, δεν είναι πράματα φυσικά, μα πως ένας άθρωπος μπορεί ναλλάξη και μάλιστα να χαλάση τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο. Κι ο δάσκαλος πάλε τι λέει; Λέει πως εκείνος μπορεί ναλλάξη και να χαλάση τη γλώσσα του λαού, που πήρε δικό της δρόμο και που έχει νόμους δικούς της.

ΑΡΓΓΑΝ Λοιπόν; ΛΟΥΙΖΑ Τον ερώτησα τι ήθελε και μου είπε πως ήταν δάσκαλος της μουσικής. ΛΟΥΙΖΑ Η αδελφή μου ήρθε ύστερα. ΑΡΓΓΑΝ Και λοιπόν; ΛΟΥΙΖΑ Του είπε: φύγετε, φύγετε, φύγετε. Θεέ μου! φύγετε, μη με κάνετε δυστυχισμένη! ΑΡΓΓΑΝ Και λοιπόν; ΛΟΥΙΖΑ Κ' εκείνος δεν ήθελε να φύγη. ΑΡΓΓΑΝ Τι της έλεγε; ΛΟΥΙΖΑ Της έλεγε ένα σωρό πράγματα. ΑΡΓΓΑΝ Και τι άλλο;

Αφού κάμαμε καθένας μια προμήθεια από πέτρες κεπανήλθαμε στην παράταξη, ο Δάσκαλος μπήκε μπρος και φώναξε «μαρςΤον ακολουθήσαμε και σε λίγο είδαμε το Χόντζα και τα Τουρκάκια. Είχαν παραταχθή δίπλα σένα εξωκλήσι. — Τον άτιμο! μουρμούρισε ο δάσκαλος. Εβεβήλωσε και την εκκλησία.

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο.

Την καινούρια την Ακρόπολη, στοχάζουμουν τώρα, ποιος και πού θα μας τη χτίση; Τους καινούριους μας τους θεούς σε τι βουνό, σε τι μέρος θα τους διούμε! Ταξίδεψα μ' έναν παππά. Πολύ άξιος, προκομμένος παππάς, σπουδασμένος, με τρόπους ωραίους, δάσκαλος στη Σαντορίνη, ήξερε κι από δημοτική.

Όταν δε, κατά συμβουλήν της μητρός του, ο Μανώλης επλησίασε και του εζήτησε συγχώρησιν, ασπασθείς το χέρι του, ο παπάς τον ενουθέτησε μετά πραότητος. Μόνον ο Μπαρμπαρέζος δεν απέδιδε σπουδαιότητα εις το γεγονός και ενεθάρρυνε τον Μανώλην. Έλα δα και δεν εχάλασε ο κόσμος. Ο Θεός δεν είν' Αρβανίτης. Καρδιά καθαρά κιαυτό φτάνει. Ο δάσκαλος έν τω μεταξύ είχε γείνει άφαντος.

Τι; δεν μπορείς να σκαλώσης μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πης α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις. . . Αργήσαμε, καημένε, και θα λέη η μάννα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλτο μες στο καλάθι, σκέπασ' το καλά μην πετάξη . . . Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάη σκολειό να ρωτάη τι γενήκαμε .... κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει.

Μεγάλη χαρά και αγαλλίασις ήτον άλλοτε ανά τα ημικύκλια ότε διεδίδετο από κλάσεως εις κλάσιν ως σύνθημα η μαγική λέξις : «Θα μας πάη ο δάσκαλος να παίξουμε! Θα μας πάη ο δάσκαλος να κολυμβήσουμε!» Ο γλυκύς ούτος ψίθυρος αντικαθίστα πάσαν φορτικήν ανάγνωσιν και πάντα επίπονον συλλαβισμόν.

Εκεί, έβλεπα για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την ωμορφότερη και βαρύτερη κόττα του χωριού, πώσκουζε η καημένη βραχνά- βραχνά, κι' αδύνατα-αδύνατα «κραααά-κραααά-κραααά.... ». Παρέκει, πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνη ο δάσκαλος μου από τ' αυτί σφιχτά-σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω κοσσύβια κι' άλλα τσεροπούλλια, πράμμα, που μας το είχε απαγορεμένο, και να με τραβάη για να με πάη μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμων-καλόκαιρο στο νάρθηκα της εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι είταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα μαθήματα.