United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μπορώ, παιδί μου... Με την αδυναμία πούχω, θαποθάνω στη στράτα. — Αλήθεια είνε πολύ αλάργο και στον κάμπο κάνει μεγάλη κάψα. — Είπανε να με πάνε και στο μοναστήρι τση Φανερωμένης, μα κεκεί 'ν' αλάργο. Ας με κάνη ο Θεός ό,τι θέλει. Μα για πε μου πότε θα πας στη χώρα; — Τω πρώτες του Σετέμπρη. — Το Σετέμπρη; μουρμούρισε.

Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι. Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Και τι με τούτο; είπε.

Το δικό του το κρυφογέλασμα με πείραξε περισσότερο, κ' εγώ δεν ξέρω γιατί, κ' έκαμα να προσπεράσω μπροστά του, φεύγοντας τη ματιά του. Αυτός όμως με είδε και μουρμούρισε: — Γύρισες πίσω και του λόγου σου; Κοντοστάθηκα ντροπιασμένος και του είπα, κάνοντας το θυμωμένο: — Δεν ξέρω τι λες.

Μπρε, όρνιο, τι νταουλιαλογάς, τι ξυλοκουτσουρίζεις; ζάψε λίγο κρασί μωρέ και μάσ' τα ξεράδια σου!. Ο λεβέντης έζαψε και πολύ, και μουρμούρισε: — Τάειδα με τα μάτια μου και τ' άξα με τ' αυτιά μ'. Δε π'στεύεις, κυρ λοχία;

Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος. — Την κακή ψυχρή σου μέρα. — Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε. — Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του. Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα.

Η άρρωστη άρχισε νανεβαίνη στο βράχο κιο Δρακογιώργης αφήκε πάλι τη δουλειά τον και μουρμούρισε: — Είντα πάει 'κειά πάνω να κάμη; Εκουζουλάθηκε; Να πάω θέλω 'γώ να δω. Αλλά πονηρός διαλογισμός τον μπόδιαε με άλλη και πειο δυνατή περιέργεια.

Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.

Κι η γριά, που δεν είχε ανοίξη ακόμα το στόμα της, ακολουθώντας πίσω το γέρο της, με τη φωνή πνιγμένη απ' το λαχάνισμα, μουρμούρισε: — Βρισκόμαστε, που λες, για να μη.. για να μη τον φαν' οι λύκοι σαν τύχη και ξεπέση κανένας χριστιανός από δω......,

Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του. Και την πήρανε τα κλάματα. — Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του. Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.

Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής. Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης. Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.