United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήρε κ' έκλωσεν ο ήλιος. Χτίζεται το Κάστρο ολοένα. Τρέχει ο νιος για το Παλάτι. Μέσ' 'ςτή μέση από το δρόμο Αχ! τα σύνεργα θυμάται. Το 'χε ειπή κι' ο Βασιλιάς Πως γυρίζοντας καθένας και τα σύνεργα να φέρη. Σταματάει, γυρίζει οπίσω, μια βουκέντρα θέλει ο ήλιος, Πάει αρπά τα σύνεργά του και γυρνά μονανεπνιάςτο Παλάτι, αλαφιασμένος αφ' το δρόμο αφ' το τρεχιό.

Απλώθηκε παντού βαθιά και σιγαλή μες τη χιονούρα η νύχτα. Πέρα προς τα μεσάνυχτα, η πόρτα ξαφνικά ανοίγεται. Αλαφιασμένος και αγριωπός, λεφκοχιονισμένος πάνω στα πλούσια τα άρματά του και την κάπα του, στο φοβερό θυμό του μανιασμένος, εμπήκε ο Τρύφος ο φυγόδικος. Τινάζεται ξεμάλλιαγη η γριά, στα πόδια του να πέση.

Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι. Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Και τι με τούτο; είπε.

Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.. Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος. — Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα; Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα. — Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...

Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ' ήθελε ν' ανακατέψη τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε συνήθεια του τόπου.

Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα. Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις. Το ήπιε. Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.

Αφτά στα νου 'χε κι' έστεκε, και φτάνει ο Αχιλέας, 131 φτάνει κοντά σα φονικός θεριακωμένος Άρης σιώντας στη χούφτα τη δεξιά το φράξο το βουνήσο, φριχτό, και γύρω του ο χαλκός σα φλόγα αντιφεγγούσε καν φουντωμένης πυρκαγιάς καν ήλιου π' ανεβαίνει. 135 Τον βλέπει ο Έχτορας, δειλιάει κι' αφτού πια πού να μείνει! ... πίσω του αφίνει το καστρί και δρόμο αλαφιασμένος.