Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Θάλεγε κανείς πως εφύτρωσαν εκεί, αντρειώθηκαν κιόλα κάτου από τον παχύν ίσκιο του πύργου, κι αγκάλιασαν μαγάπη τρανή και με στοργή περίσσια τα βαριά τα τειχιά του, για να κρύψουν πλιότερο το βαθύ μυστήριο που έκλειε στα σκοταδερά σωθικά του· να κάμουν πιο φριχτές και πεντασκότιδες τις παράξενες ιστορίες και ταερικά, τα ισκιώματα, που τον κάτεχαν.

Βαρειά μ' εκαταράσθη σαν μου ξέφυγε: — Να ξηραθούν τα χέρια που μ' αγκάλιασαν, Να μαραθούν τα χείλια που μ' εφίλησαν!... Άκουσες την αρρώστεια, μάνα, γειάνε με. — Φλόγα, φωτιά να πέσητην καρδούλα της, Να ζωντανέψ' η αγάπη η σιδερένια της, 'Στούς δρόμους να κινήση καιτα τρίστρατα, Ναρθήτην αγκαλιά σου σαν θεότρελλη!... Το λόγο δεν απόειπε, δεν απόσωσε.

Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...

Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390 εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι• κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη καιτην χάρι, 395το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα• κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405

Αυτοί έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που θα ήτον εις την γην, επειδή και είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην κατοίκησιν των δικαίων, και φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην την θνητήν ζωήν. Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν