Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390 εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι• κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη καιτην χάρι, 395το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα• κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405

'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια, 'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια, Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο, Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις, Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Να 'βγη τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς να χύση τη δροσιά του.

Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρετο πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσατην αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσεεμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, καιτα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλίαίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσαταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία

Κάπου πηδούν ψηλά ραϊδιά, κάπου σουράει ο τράγος, Κι' αντιλαλούν σπηλιαίς, γκρεμοί το ποδοβολητό τους. Ξαγνάντισαν σε μια πλαγιά. Ξάφνου κραυγή αντιχάει Κι' ο αητός χουμάει βαρύς, γοργός σαν αστραπή που πέφτει Μέσ' 'ς του στερνού το μέτωπο τα νύχια του καρφώνει Και το χτυπάει με το ραμφί, με τα φτερά το δέρνει.

Κι' όσα θεριά τον έβλεπαν του κυνηγιού, κι' αγρίμια, Απ' την πολλή τη λάμψι του και το βαρύ το βρόντο Τρομάζανε κι ολόφοβα κρύβονταν 'ςταίς σπηλιαίς των, Και μοναχά 'σάν πήρανε μέσ' 'ςτά ζερβά τ' απόσκια Ένα ζαρκάδι εσκότωσε σε κρουσταλλένιο αυλάκι.... Του Κόσμου η άκρη ήταν εκεί και τα στερνά βουννά του. 'Σ ένα σιαδάκι του βουνού, ανάμεσα 'ςτά δέντρα, Βρυσούλα ολόδροση έχυνε το κρύο το νερό της.

Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ταις λαγκαδιαίς, τα πλάγια. Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νηότη παίρνει Και με ταις άλλαις σμίγεταιταις τρίσβαθαις σπηλιαίς τους. Ο λόγος βγαίνειτο χωριό κι' απλώνεταιτον κόσμο. Τάκουσε μέσ' 'ς την ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας Κι' από την πολλή τη πίκρα του πέθανε εκεί, 'ς τα ξένα!

Σέλλωσε τ' άλογό μου, Το μαύρο πούναι γλήγορο και νυχτομαθημένο. Πέρ' απ' τον κάμπο θα διαβώ και πέρ' απ' το ποτάμι, Θα ν' ανεβώ μέσ' 'ςτό βουνό, τα δάση θα περάσω Που κυνηγώ, θε να ριχτώ 'ςτό μέγα μονοπάτι, Θα πέσω κάτω απ' το ραϊδιό, κ' εκείθε λάκα-λάκα Θε να κατέβω ταις σπηλιαίς της ποταμιάς να πιάσω.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν