Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ως τόσον ο καραβοκύρης αφού έλαβεν όλους μέσα εις το πλοίον από το καΐκι και εμένα μη βλέποντάς με αλλά πιστεύοντας ότι επνίγηκα, έκαμε πανιά, και έξαφνα ένας δυνατός άνεμος έπνευσε, και εις ολίγον διάστημα το έχασα από τα μάτια μου.
Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον μέτριον, έπειτα όμως έπνευσε σφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το οποίον επάγωσεν όλον το πέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις βάθος έως τετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον πάγον. Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατά πρότασίν του Σκινθάρου.
Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει• 'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;»
Να μην τους περάση!» &Διασκέδασον την βουλήν του Αρχιτόφιλ,& Κύριε ο Θεός μου! Ανοικτά από την Κασσάνδραν εύρε δύο μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνία πρώιμα κ' ερίφια. Ηγόρασεν εξ αυτών είκοσι κεφάλια. Όπως ηυχήθη, ούτω σχεδόν έγεινε. Την πρώτην νύκτα έστειλεν ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσε σφοδρός νότιος.
Τις οίδε, ποίον πνεύμα, πνεύμα έξαλλον, αθηναϊκόν πνεύμα, συγγενές των επτά δαιμονίων, έπνευσε και μέχρι του γερω-πεύκου, υφ' ον κατεσκήνου ο χριστιανός, κ' εθεώρει, και αυτός, υποκρισίαν, να εκτελή, ουχί τα υπέρ άνθρωπον, δεν ήτο προς τοιαύτα ο ανθρωπάκος, αλλά τα νόμιμα κ' επιβεβλημένα εις τον αξιωθέντα του θείου βαπτίσματος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν