United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά διά να υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που είχεν ο καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το λοιπόν με μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά φουρτούνα, που μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να πλεύσωμεν χωρίς να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών.

Τότε ο καραβοκύρης μαζί με τους πραγματευτάς με ηρώτησαν τα αίτια διά τα οποία ευρισκόμουν εις εκείνο το ξερονήσι. Εγώ τους εδιηγήθην και όσα μου εσυνέβησαν εις το νησί των πυγμαίων αγριανθρώπων και όσα με τους κύκλωπας και τέλος πάντων όσα με τον θηριώδη όφιν.

Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του. — Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι, Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος!

Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια. Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του.

Έπειτα μετά πάσης χαράς με έλαβαν εις το καΐκι, ομού και όλον το πράγμα που είχα συναγμένον εκεί, τα γαρούφαλα δηλαδή, τα μοσχοκάρυδα και τα μαργαριτάρια και, όταν εφθάσαμε εις το καράβι, με εδέχθησαν όλοι του καραβιού, οι τε πραγματευταί και ο καραβοκύρης με φιλικήν αγάπην, δείχνοντές με κάθε λογής περιποίησιν και φιλίαν.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Μόλις ο καραβοκύρης ετελείωσε ταύτα τα λόγια, και ιδού βλέπομεν πλήθος από εκείνα τα ανθρωπόμορφα άγρια ζώα που τρέχουν κολυμβώντας, και περικυκλώνοντας το καράβι εκόλλησαν και ανέβησαν επάνω με τόσην ευκολίαν, ωσάν οι μαϊμούδες· μας ωμίλησαν βλέποντάς μας, αλλ' ημείς δεν εκαταλάβαμε την γλώσσαν και ομιλίαν των· εν τω άμα έκοψαν τα σχοινία του καραβιού, που το είχαμε δεμένον από την άγκυραν, και πλησιάζοντας το καράβι εις την ξηράν μας έβγαλαν έξω.

Γιατί του παίρνουν το μυαλό μ’ όσα του λένε. Αλλ’ επειδή είν’ αδύνατο να κατορθώσω με συμβουλές τον άνακτα να μεταπείσω σ’ εσένα που κοντύτερα είσαι, Απόλλων, ικέτισσα ’γώ έρχομαι στεφανωμένη με δάφνης κλώνον και παρακαλώ σε, εις τον χρησμόν κάποια καλή να δώσης λύσι. Γιατί φοβούμεθα όλοι μας που ξιπασμένον τον βλέπομεν, ως τρέμουνε οι ναύτες πάντα, βλέποντας να ξιπάζεται ο καραβοκύρης.

Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα!

Αλλ' ο καραβοκύρης, που είδε τον κίνδυνον, με επιδεξιότητα του τιμονιού επαραμέρισε το καράβι ογλήγορα, έπεσεν η πέτρα εις την θάλασσαν εκεί πλησίον και από το μέγεθος και την βιαίαν ορμήν άνοιξε την θάλασσαν και έγινεν ένα χάος, που σχεδόν εφάνη το βάθος της θαλάσσης.