Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Μερικοί κατάχαμα διπλοπόδι στρωμένοι, που τάκοβαν στην πασέτα, κι άλλοι γύρω, που εκαμάρωναν με ζήλιαν ολοφάνερη τον τζόγο, όταν αγρήκησαν τα βαριά πατήματα όξω, έκρυψαν με βία τα τραπουλόχαρτα, κ' εσκόρπησαν φοβισμένοι, άλλος εδώ κι άλλος εκεί μες το δωμάτιο. Δυο τρεις έτρεξαν στην πόρτα κ' εκόλλησαν τα μάτια τους περίεργα στο σιδερόφραχτο φεγγίτη.

Και η Ελένη παρατηρήσασα ότι εσχηματίσθησαν όλα τα μαύρα σκωληκάρια, ενέθηκεν εκεί τρυφερόν φύλλον, εκόλλησαν όλα επ' αυτού, κινούμενα υπό της λαιμάργου ορμής προς το φαγητόν και ούτως η κόρη έθεσεν αυτά εις μεγαλείτερον ταψίον, όπερ ετοποθέτησεν επί καθέδρας, τους τέσσαρας πόδας της οποίας εστήριξεν εντός στάκτης, ίνα μη δύνανται οι μύρμηκες ν' αναβώσι και πνίξωσι τους μικρούς σκώληκας τους οποίους δεινώς καταδιώκουσι.

Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμήση ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ώ γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γρηάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τι γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γρηά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμωςδιότι, ως γρηά, είχε τόσην πονηρίαντι έγειναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε.

Διατί λοιπόν συνέβαιναν εις αυτόν όλα αυτά τα αλλεπάλληλα αδικήματα; Διατί τον κατέτρεχαν ούτω οι άνθρωποι, ενώ αυτός δεν εμίσει και δεν επείραζε κανένα; Τι κακόν είχε κάμη εις τον Θωμάν, τι κακόν είχε κάμη ιδίως εις τον Στρατήν και τον κατεδίωκε με τόσην μανίαν; Τι κακόν είχε κάνη εις εκείνους οι οποίοι του εκόλλησαν ένα γελοίον «παρανόμι»; Δύο τραύματα είχε λάβη την ημέραν εκείνην, το μεν διά σφαιριδίων, το δε με το παρανόμι το οποίον του έρριψε κατά πρόσωπον ενώπιον της Πηγής ο Στρατής.

Αλλά σπεύδοντες να φθάσουν ταχέως εις την πηγήν της ευδαιμονίας, εις το ευλογημένον βαρέλι, έδραξαν αυτόν εκ του ποδός και τον έρριψαν μακράν. Έπειτα εκόλλησαν τα χείλη των εις το παπίρι του έκαστος. Αίφνης φωνή εκπλήξεως εις οιμωγήν απολήξασα ηκούσθη κ' έκαστος μην, παρατηρών βλοσσυρώς τον πλησίον του, ετράπη εις ύβρεις και βλασφημίας ικανάς και τον διάβολον αυτόν να εκδιώξουν.

Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: — Μάντευσε. Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλαςείπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου». Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.

Και μας την εκόλλησαν κ' εμάς, των άμοιρων, με τα σχολεία και τα βιβλία τους, τ' ανάποδα και χρειαζόμαστε πλέον για να την βγάλομε από πάνω μας, να ριχθούμετη φωτιά, όπως ο Ηρακλής για να σωθή από τον χιτώνα του Νέσσου.

Μόλις ο καραβοκύρης ετελείωσε ταύτα τα λόγια, και ιδού βλέπομεν πλήθος από εκείνα τα ανθρωπόμορφα άγρια ζώα που τρέχουν κολυμβώντας, και περικυκλώνοντας το καράβι εκόλλησαν και ανέβησαν επάνω με τόσην ευκολίαν, ωσάν οι μαϊμούδες· μας ωμίλησαν βλέποντάς μας, αλλ' ημείς δεν εκαταλάβαμε την γλώσσαν και ομιλίαν των· εν τω άμα έκοψαν τα σχοινία του καραβιού, που το είχαμε δεμένον από την άγκυραν, και πλησιάζοντας το καράβι εις την ξηράν μας έβγαλαν έξω.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν