United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Τζελίκα έκραξεν ευθύς, και της έφεραν διάφορα σερμπέτια και έπιαν όλες, ομοίως και εγώ· υστερώτερα ετοίμασαν μίαν τράπεζαν με διαφόρων λογιών φαγητά, και εφάγαμεν πολλά καλά και τελειώνοντας το φαγητόν, η περιδιάβασις εστάθη τόσον ζωντανή ωσάν να είχομεν πίη πολύ κρασί.

Κατά το φαγητόν ο γέρω Βαγγέλης διηγήθη εις τον Δημήτρην, προς τον οποίον συνεδέετο διά παλαιάς φιλίας, το αίτιον της θλίψεώς του. Ο γέρω Βαγγέλης, πτωχός ποιμήν, είχε μίαν κόρην την Μπίλιω, την οποίαν είχεν αρραβωνίσει μετά του Νάσου, γείτονος βοσκού.

Σκεπτόμενος βεβαίως κατά λογικωτάτην ακρίβειαν, ότι οι νεοφανείς ασπάραγοι τιμώνται τριών δραχμών κατά δέσμην, ότι οι ασπάραγοι είνε λίχνευμα μάλλον ή φαγητόν, και ότι τα λιχνεύματα προϋποθέτουσι τα φαγητά, θέλει συμπεραίνει, κατά λογικωτάτην επίσης ακρίβειαν, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να τρώγωσι και τρώγουσι συνήθως νεοφανείς ασπαράγους, όσοι περισσεύουσι φαγητού και αφθονούσιν, εννοείται, χρήματος.

Την επιούσαν λοιπόν έφθασαν οι Πέρσαι και εκάθισαν επί λειμώνος όπου τοις προσέφερε φαγητόν. Αφού δε ευωχήθησαν, τους ηρώτησε ποία διασκέδασις τοις εφαίνετο προτιμοτέρα, η χθεσινή ή η παρούσα. Εκείνοι δε είπον ότι μεταξύ των δύο η διαφορά ήτο μεγίστη, ότι η προηγουμένη ημέρα ήτο κοπιαστική ενώ η σημερινή τοις εφαίνετο λίαν ευχάριστος.

Και ήκουε μετά το φαγητόν ο πατήρ, ευαρέστως διερχόμενος την καταμεσημβρινήν εκείνην ώραν.

Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι τα δέκατα ήσαν ιδικά του. Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της Νομαρχίας. — Όχι θα του τ' αφήσω!

Διά ποία λοιπόν μας παρακινείς; Όσα ωρίζαμεν με τας τρεις λέξεις. Δηλαδή κάπου ελέγαμεν το φαγητόν και δεύτερον το ποτόν, και τρίτον κάποιαν μανίαν των αφροδισιακών ηδονών. Εντελώς, φίλε Ξένε, θα έχωμεν εις τον νουν μας αυτά που μας παρακινείς τόρα. Πολύ καλά.

Διατί λοιπόν, θα ειπή, αφού είναι επίσης ηδοναί, δεν αφαιρείτε και από τας πρώτας εκείνας το όνομα αυτό και δεν τας στερείτε τον χαρακτηρισμόν ότι είναι ωραίαι; Διότι, θα απαντήσωμεν, δεν θα έμεινε κανείς που να μη μας περιγελάση, εάν ελέγαμεν ότι δεν είναι ηδονικόν το φαγητόν, αλλά ωραίον, και η καλή μυρουδιά ότι δεν είναι ηδονική, αλλά ωραία.

Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν.

Ήτον, ως σας είπα, Παρασκευή και, εις το ευσεβές τραπέζι μου δεν είχα παρά μόνον κοκκινογούλια και σκορδαλιάν. Έτρωγε και εζήτει και άλλην, κράζουσα από καιρόν εις καιρόν «Τι νόστιμον φαγητόν! κρίμα να βρωμά τόσον! δεν ημπορείτε να κάμετε σκορδαλιάν χωρίς σκόρδον;».