United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα; Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του κρυερού, χιονώδους ανέμου.

Συγχρόνως το υπουργείον υποπτεύσαν την ευφορίαν την έκτακτον και θέλον να εξασφαλισθή, διέταξε να γείνη μία τελευταία, οριστική όμως δημοπρασία, εν τη πρωτευούση της επαρχίας, διότι είχε την ιδέαν, ότι θα θελήσωσι και άλλοι να παρουσιασθώσιν ενοικιασταί.

Η δίκη αυτή έβγαλε στη μέση ανοησίες και αχαριστίες τερατώδεις. Ο Wilde έπεσε και στη θεληματική πεισματάρικη ξεχασιά των συμπατριωτών του, τα βιβλία του εκάησαν, τα θεατρικά του έργα αποκλείσθηκαν από το θέατρο, τα έπιπλά του πουλήθηκαν σε δημοπρασία και λίγο έλειψε να βάλουν και φωτιά στο σπίτι του.

Έπειτα παραίτησε την αξίνα του κ' ήρθε κάτου από την ταράτσα. Ήταν ο Κουρδουκέφαλος ο δανειστής κι ο νοικοκύρης τώρα του μετοχιού. Όταν βγήκε στη δημοπρασία επλειοδότησε και το μετόχι κατακυρώθηκε στ' όνομά του. — Σε κλέβω; εγώ σε κλέβω, κύριε Αριστόδημε! ρώτησε μαλακά τον αρχαιολόγο. Μα το σταυρό μ' αδικείς. — Δε σ' αδικώ καθόλου· με κλέβεις! με κλέβεις! με κλέβεις!.. φώναξε πεισματικά εκείνος.

Εάν δε κανείς δεν έχη να καταβάλη αμέσως το χρήμα, ας λάβη προθεσμίαν ενός έτους, αφού δώση εγγυητήν. ΕΡΜΗΣ. Πολλοί εμαζεύτηκαν, ώστε δεν πρέπει ν' αργοπορούμεν και να τους αφήνωμεν να περιμένουν. ΖΕΥΣ. Ας αρχίση λοιπόν η δημοπρασία. ΕΡΜ. Ποίον θέλεις να εκθέσωμεν πρώτον εις πώλησιν; ΖΕΥΣ. Αυτόν με την μακράν κόμην τον εξ Ιωνίας, ο οποίος φαίνεται από τους σοβαρωτέρους.

Μόνον ο κυρ-Βαρσαμός, τολμήσας ποτέ να τον αντιμετωπίση εν τη δημοπρασία εφόβισε τόσον τον κυρ-Δημάκην, ώστε ηναγκάσθη να χώση εις την χείρα του πέντε εκατοστάρικα, ίνα αποσυρθή.

Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος υπέρ της επιτυχίας του. Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων.

Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι τα δέκατα ήσαν ιδικά του. Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της Νομαρχίας. — Όχι θα του τ' αφήσω!