United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μύλος ο πατρικός του Αγάλλου είχε χαλάσει προ πολλού και ήτον έρημος τώρα. Αλλ' ο μύλος της Συνοδιάς χηρευσάσης τελευταίον από του ανδρός της ήτο εν ακμή εισέτι. Ο Αγάλλος, επειδή ήτο συνειθισμένος να έχη μύλον, απήτησε τον μύλον ως προίκα, και η θεια-Συνοδιά ηναγκάσθη να τον δώση.

Και διαβάντες τον Αχελώον επροχώρουν κατά της Ακαρνανίας, η οποία είχε μείνει έρημος ένεκα της συγκεντρώσεως των κατοίκων της εις το Άργος, εν δεξιά μεν έχοντες την πόλιν των Στρατιών και την φρουράν αυτών, εν αριστερά δε την άλλην Ακαρνανίαν.

Επειδή δε και αύται δεν έδωκαν προσοχήν εις τους λόγους της, κουρασμέναι από το ταξείδιον, η γραία, έρημος απομείνασα πλέον εις την έρημον παραλίαν, είπε μετά τινος οργής: — Καλά σας είπανε Αναράϊδες!

Στέκομ' εδώ εμπρός σας, άρρωστος, έρημος, πτωχός και καταφρονημένος. Αλλ' όμως καταμαρτυρώ την δουλοπρέπειάν σας διότι ενωθήκετε με δυο αχρείαις κόραις και κατατρέχετε και σεις και καταπολεμάτε το παραγηρασμένο μου και κάτασπρο κεφάλι Ω! Εντροπή σας ΓΕΛΩΤ. Όποιος έχει σπίτι να σκεπάση το κεφάλι του, έχει καλό σκιάδι.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Και εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα προσπαθήσω ν' αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και καλλίτερον δι' αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους.

Ήτον ένα &κατάλυμα&, παλαιά οικία καταρρεύσασα, χωριζομένη διά του στενού από της οικίας εν ή κατωκει η γραία μετά του υιού της και της νύμφης της, είτα ένας αυλόγυρος έρημος, μ' ένα φούρνον τον οποίον από πολλού έπαυσε να &κολλά& η γερόντισσα και δύο ετοιμόρροποι οικίσκοι ακατοίκητοι, όλα έρημα και σκοτεινά. Της νύμφης της τής Γιάνναινας, «της είχεν έρθει άτυχα», εβεβαίου η γρηά Παντελού.

Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον.

Μεγάλη απλούται η Λήμνος, μακρά και χθαμαλή με ωραία ακρωτήρια, με μεγάλους βαθυκόλπους λιμένας με χρυσοκιτρίνους αγρούς θερισμένους, με εύμορφαις ακρογιαλιαίς. Χωρίς δάση, χωρίς χωριά, έρημος, θαρρείς, ακατοίκητος. Από την Λήμνον έπειτα εις την Τρωάδα και από την Τρωάδα εις την πολύκωμον Ίμβρον κ' από την Ίμβρον εις την Τένεδον. Βόλταις. Θαλασσινοί περίπατοι, αι ναυτικαί λοξοδρομίαι.

Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», τούλεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει ταγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.