United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πωςτην Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα. — Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή. — Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.

Κ' ύστερα αφού είπανε παραμύθια κ' ετραγούδησαν, επήγανε για ύπνο, η Χλόη με τη μητέρα της κι ο Δρύαντας με το Δάφνη. Κ' η Χλόη τίποτε άλλο δε συλλογιζότανε παρά ότι την άλλη μέρα θα ιδή το Δάφνη.

Επειδή δε και αύται δεν έδωκαν προσοχήν εις τους λόγους της, κουρασμέναι από το ταξείδιον, η γραία, έρημος απομείνασα πλέον εις την έρημον παραλίαν, είπε μετά τινος οργής: — Καλά σας είπανε Αναράϊδες!

Μεγάλα ως τόσο πράματα δεν είταν η ποίηση του ως τέχνη, αν και τους έβγαζε με τις χιλιάδες τους στίχους ο βλογημένος. Είδος «θρησκευτικές μελέτες» τις είπανε μερικοί· και το περίεργο, λουσμένες με κάποια λυπητεράδα που μας δείχνει πως ο λεγόμενος ρομαντισμός καινούριο πράμα δεν είναι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πες μου, για όνομα θεού, Σωκράτη, σε παρακαλώ, ποιες είν' αυτές που είπανε αυτό το πράμα το καλό; Μην είνε ηρωίδες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μπα! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ δεν το λες; γι' αυτό λοιπόν επέταξ' η ψυχή μου την ώρα που τα λόγια τους ήλθαν στην ακοή μου, και μου γυρεύει τώρα, να, λόγια να ψιλοκοσκινά, και να ψιλοκουβεντιάζη και για τον καπνόν ακόμη, κι' από τη γνωμίτσα, γνώμη και αντίλογο να βγάζη.

Χαίρουνταν η Φάουστα από τη μια που άνοιγε ο δρόμος για τα δικά της τα τέκνα, έφριττε από την άλλη η Χριστιανωσύνη με τέτοιες θηριωδίες. Ξαναφάνηκε τότες πάλι στη μέση η μητέρα του η Ελένη. Έτρεξε στη Ρώμη και λόγους δεν έβρισκε να παραστήση τη θλίψη της και την οργή της με τα βάρβαρα εκείνα καμώματα. Είπανε μερικοί πως από τη στενοχώρια του πήγε τότες ο Κωσταντίνος και σκότωσε τη Φάουστα.

Έτσι είπανε, κι' ο Πρίαμος φωνάζει την Ελένη «Πέρασε εδώθες, κόρη μου, και κάθησε κοντά μου να δεις τον πρώτονε άντρα σου, τους φίλους, τους δικούς σουτίποτα εσύ δε μούφταιξες, πάρα οι θεοί μου φταίνε που μούστειλαν τον πόλεμο και τα πολλά του δάκρια165 κι' εκείνο το θεόρατο για πες μου εκεί τον άντρα, πιος νάναι αφτός ο Δαναός, σφανταχτερός μεγάλος.

Την αρχοντιά φοβέριζε θα πνίξη, δε σεβάστηκε μήτε το θεό, και το πιο μέγα: τόλμησε να γγίξη το σεβαστό όνομά σου το τρανό. Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνη.» «Να κρεμαστή», με μια είπανε φωνή οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι, μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί. Ένας αλήτης απ' αυτούς που ζούνε κεντώντας και συμπώντας το λαό όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,

Το λοιπόν, αφτοί που κάθουνται ήσυχα στο γραφείο τους και σας φτειάνουνε λέξες, λόγου χάρη, εργοστάσιον των πίλων κι άλλα τέτοια, ή που βγήκανε άξαφνα και μας είπανε η οδός, της οδού , αντίς ο δρόμος, του δρόμου , που ξέρει ο λαός, αφτοί που μας βγάζουν τάχα ελληνικά ονόματα για το κάθε πράμα, τι σκοπό είχανε; Είχαν εννοείται το σκοπό να μάθη ο λαός τις λέξες, τα ονόματα που φτειάνουνε, είχαν το σκοπό να κάμουνε γλώσσα εθνική.

Τους είπανε φιλήδονους και καλοπαθιασμένους, μα όχι κι ακαμάτηδες, αν κ' οι ταβέρνες τους πάντα γεμάτες. Τους άρεζε, φαίνεται, και το καλοφάει. Μια φορά, λέει, οι στρατιώτες τους αρνηθήκανε να πολεμήσουνε σε πολιορκία απάνω, επειδή δεν τους έφερναν τραπεζαρίες εκεί που πολεμούσαν. Σα φάνηκε ο Φίλιππος κι ο Αλέξαντρος, χάθηκε πάλι η λευτεριά τους. Είναι αλήθεια πως το Φίλιππο τον καταπόνεσαν.