United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θά τονε χαρή τον κόσμο, κ' ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του. Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ως τόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θαρθούνε μια μέρα, κ' έτσι περνούσε ο καιρός.

Κ' έτσι δεν άφησε μήτε τον ήσυχο και τον καλό Σύλλογο να κάμη ταθώο του το Συνέδριο, που το χαίρουνταν και το πρόσμεναν όλοι. Δεν έβγαλα το λόγο μου κ' ίσως γλύτωσα τότες από κάμποσα που θάκουα ο ίδιος, — μόνο που θάκουαν τη γλώσσα μου οι Πολίτες. Ωςτόσο δεν το πιστέβω. Θυμώνουνε, σα με διαβάζουνε σαν τους τα διαβάζω, λένε πως μιλώ σαν που μιλεί όλος ο κόσμος, γιατί δεν τα βλέπουνε τυπωμένα.

Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους. ........ Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!

Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρηςπαρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικάστην τρανοκόρμα απάνου του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας 60 τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι.

Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα. Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος. Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

Εκείνο που αξίζει περαστικά να σημειώσουμε είναι πως τ' αρχαιολατρικό το συνήθιο ναποδίνουνται ανθρώπινα συστατικά στους Θεούς μεταφέρθηκε κάπως κι αυτό στη Χριστιανωσύνη, με το να πίστευαν οι πιώτεροι τότες πως τις έννοιωθαν οι άγιοι και τις χαίρουνταν τις τιμές που τους έκαμναν, καθώς πάλε πως έστελναν κεραυνούς και παρόμοια δεινά για να τιμωρούν τους άπιστους και κακούς.

Χαίρουνταν η Φάουστα από τη μια που άνοιγε ο δρόμος για τα δικά της τα τέκνα, έφριττε από την άλλη η Χριστιανωσύνη με τέτοιες θηριωδίες. Ξαναφάνηκε τότες πάλι στη μέση η μητέρα του η Ελένη. Έτρεξε στη Ρώμη και λόγους δεν έβρισκε να παραστήση τη θλίψη της και την οργή της με τα βάρβαρα εκείνα καμώματα. Είπανε μερικοί πως από τη στενοχώρια του πήγε τότες ο Κωσταντίνος και σκότωσε τη Φάουστα.

Κι' οι άλλοι αθρώποι και θεοί κοιμούντανε όλη νύχτα, μα ο Δίας δεν τη χαίρουνταν του ύπνου τη γλυκάδα, Μον μες στο νου του ανάδεβε το πώς στον Αχιλέα δόξα να δώκει, και πολλούς να σφάξει στα καράβια. Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· 5 να στείλει τον Ψεφτόνειρο στον Αγαμέμνο κάτου. Και κράζοντας τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κάνε, Ψεφτόνειρε, να πάς στ' Αργίτικα καράβια.

Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου. . . Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.

Μπορούσε όμως να βγη και σε χερότερο η ανετοιμασιά εκείνη του Λέοντα. Στο παλάτι του μέσα αξιοσημείωτο πρόσωπο άλλο δε βρίσκουμε παρά τον περίφημο αρχιγιατρό του τον Ιάκωβο, που αν κ' Εθνικός, δηλαδή κατά το νόμο αποκλεισμένος από πολιτικά αξιώματα, χαίρουνταν όμως μεγάλα προνόμια, κ' είταν πολύ αγαπημένος του Λέοντα.