Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. «Εμείς και σεις! Εσείς και μεις.»
Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες 165 δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια· μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονοπάτι — ή σφήκες παρδαλόκορμες — φωλιάζουν, μηδ' αφίνουν στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μον στέκουν και κεντρώνουν τους κυνηγούς τους, θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 170 έτσι κι' αφτοί, κιας είναι διο, οχ το πορτί δε θέλουν να τραβηχτούν, πριν πέσουνε ή πριν ξαπλώσουν άλλους.»
Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος. 275 Κι' ομπρός όλοι ίσια χύθηκαν απ' το καραβοστάσι, 257 259 σα σφήκες πούχουνε φωλιές σε μονοπάτι απάνου, 260 και τα παιδιά 'χουν σύστημα ναν τις πεισμώνουν πάντα, έτσι από σκανταλιά, κι' αφτές μ' ατρόμητο όλες θάρρος 262 264 ίσα τους πέφτουν θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 265 έτσι όλοι χύθηκαν τυφλά οι Μυρμιδόνες τότες οχ τα καράβια με φωνή και ξεκουφάστρα αντάρα, κι' έπεσαν τους οχτρούς να φαν, κι' ολόγυρα η αρμάδα 276 τρομαχτικά αντιβούηξε απ' του στρατού τα ζήτω.
Ω! τι καινούργιο είνε πουλί αυτό που τώρα φθάνει; μήπως να χτίση έρχεται από τη στέγη κάτου φωλιές για τα μικρά του; —-Μα θα σου γίνη εμπόδιο του τόξου το τραγούδι. Έ, δεν ακούς; να πας εσύ κει κάτω να γεννήσης πουν' τα νερά του Αλφειού, ή στο λιβάδι του Ισθμού, αυτά ταφιερώματα δω πέρα να μη βλάψης. Είν' ο ναός του Φοίβου εδώ• δεν θέλω να σκοτώσω εσάς, που λέτε στους θνητούς τη βούλησι τη θεϊκή.
Τα χελιδόνια πρόβαλαν το μαύρο κεφαλάκι τους από τις φωλιές στο χαγιάτι κοιτάζοντας τους συντρόφους τους που πετούσαν χαμηλά σαν ν’ ακολουθούσαν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό χορτάρι του παλιού νεκροταφείου. «Έφις, μου φαίνεται πως δεν είσαι πολύ καλά.
— Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά. Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω· «.... Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά.
Κι ήρθες στον ήλιο· και το δείλι το φως ανάβρυσε σα βρύση, σα να έφτασες με τον Απρίλη φωλιές οι κλώνοι έχουν γεμίσει, ο κάμπος σαν αυγή χλοΐζει και φέγγει και το κυπαρίσσι, ρόδα σωριάζονται στη δύση, ρόδα κι ο κήπος μου γεμίζει, και δες: στα πόδια σου τ' αφίνω και δες: τριγύρω σου τα χύνω. όχι στην κόμη σου, εκεί πιάνει πιο ωραία του ήλιου το στεφάνι.
Η δική μου ψυχή δεν έχει κλείσει το ψήλος, την περφάνεια, την ορμή, φωλιές σ' αυτή πουλιά δεν έχουν στήσει, μήτε του ηλιού η χαρά φεγγοβολεί. Και της πάλης η δύναμη μου λείπει, δε σου μοιάζω σ' αυτά, δέντρο τρανό· μια περήφανη μόνο τρέφω λύπη και για χαρά έναν άλιωτο καημό.
Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους. ........ Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν