United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάση μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον — κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτο ούτω σχεδιασμένον.

Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπεν ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασιών. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με τον μάγγανον, και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης.

Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν. Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τι να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκύτταξαν επάνω κ' έτρεξαν. Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν. — Εν ονόματι του Νόμου! ανοίξατε!

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα πουΠιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ! Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω. Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί.

Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια. ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω. Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα. Δέσπω.

Εσυγκινήθηκαν κ' εφρικίασαν απ άκρη σ' άκρη της παιδικής αχόρταγης περιέργειας τα τρελά τα φουσάτα. Εβγήκε ο Σαντουριέρης μπροστά, κρατώντας τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Το χαγιάτι εφωτίστηκε πλούσια στο ξάστερο φως της λάμπας. Έλαμψαν οι τοίχοι του σπιτιού την καθάρια απάνω την ασπράδα τους.

Σηκώθηκε και ξεκίνησε, έπειτα γύρισε πίσω για να πάρει το δισάκι που κρεμόταν σ’ ένα κρεμαστάρι κάτω από το χαγιάτι. Το κρεμαστάρι, καρφωμένο εκεί από αιώνες, ξεκαρφώθηκε και αναπήδησε ανάμεσα στα βότσαλα της αυλής σαν ένα μεγάλο, μαύρο δάχτυλο. Εκείνος ανασκίρτησε. Ναι, έπρεπε να φύγει∙ ακόμη και το κρεμαστάρι ξεκαρφώθηκε για να μην δεχτεί πια το δισάκι του.

Μόνον είς φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».

Τα χελιδόνια πρόβαλαν το μαύρο κεφαλάκι τους από τις φωλιές στο χαγιάτι κοιτάζοντας τους συντρόφους τους που πετούσαν χαμηλά σαν ν’ ακολουθούσαν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό χορτάρι του παλιού νεκροταφείου. «Έφις, μου φαίνεται πως δεν είσαι πολύ καλά.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.