United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι ώραι είχον παρέλθει, ήτο ήδη μεσονύκτιον. Η φωνή εκείνη εξεκάλεσεν αποτόμως τας δύο γυναίκας εκ του φανταστού κόσμου, εν ώ έπλεον, και επανήγαγεν αυτάς εις τον πραγματικόν κόσμον. — Σιξτίνα! επανέλαβεν η φωνή. — Ω Θεέ μου! είνε η ηγουμένη, είπεν η Σιξτίνα, αναγνωρίσασα την φωνήν εκείνην. Τι να με θέλη; — Ανοίξατε την θύραν, επανέλαβεν η φωνή.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Είναι ο Αχιλλεύς, ο υιός της θεάς, διά τον οποίον ήλθες εδώ εις την Αυλίδα. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Θεραπαινίδες, ανοίξατε μου γρήγορα την θύραν να κρυβώ εις την σκηνήν. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πως φεύγεις, κόρη μου ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Εντρέπομαι να ιδώ τον Αχιλλέα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Διατί; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η δυστυχής έκβασις του μελετηθέντος γάμου μοι φέρει εντροπήν.

Αν ήρχοντοτην θύραν σου και λύκοι να ουρλιάζουν την νύκτα εκείνην την φρικτήν, όσον σκληρή κι' αν είσαι, θα έκραζεςτους δούλους σου: ανοίξατε την θύραν! Αλλ' όμως η Εκδίκησις θ' απλώση τα πτερά της! Θα την ιδώ τέτοια παιδιά να τα πλακώση... ΚΟΡΝ. Όχι! Ποτέ σου δεν θα το ιδής! — Κρατείτε το σκαμνί του. — Εγώ μέσατα 'μάτια σου την πτέρναν μου θα χώσω!

Και επειδή ημείς άγνωστοι εις ταύτην την πόλιν, μήτε γνωρίζοντες τινα διά να ζητήσωμεν φιλοξενίαν, ετύχαμεν κατά σύμπτωσιν εις την θύραν σας και παράκαιρα ελάβαμεν την ελευθερίαν να κτυπήσωμεν μας ανοίξατε από φυσικήν σας καλοκαγαθίαν και μας εφιλοξενήσατε πλουσιοπάροχα με κάθε περιποίησιν, διά το οποίον δεν ευρίσκομεν λέξεις καταλλήλους να σάς ευχαριστήσωμεν θα ομολογούμεν όμως παντοτεινάς χάριτας μέχρι τελευταίας αναπνοής.

Είναι αληθές τούτο; Μου είπαν μάλιστα ότι είσθε μωροί . . .Ειπέτε μου τι κηρύττετε; Είνε αμαρτία να αγαπά κανείς ή να δοκιμάζη την χαράν ή να θέλη την ευτυχίαν; Είσθε εχθροί της ζωής; Πρέπει να παραιτηθώ της Λιγείας; Ποία είναι η αλήθειά σας; Αι πράξεις σας και οι λόγοι σας είναι καθαροί ως διαυγές ύδωρ, αλλά τι είναι εις το βάθος του ύδατος τούτου; Μου είπαν ακόμη ότι η Ελλάς εγέννησε την σοφίαν και το κάλλος, η Ρώμη παρήγαγε την ισχύν, αλλ' αυτοί τι κύπτουν; τότε, ειπέτε μοι, τι κηρύττετε; Εάν όπισθεν της θύρας σας ευρίσκεται το φως, ανοίξατέ μου!

Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν. Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τι να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκύτταξαν επάνω κ' έτρεξαν. Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν. — Εν ονόματι του Νόμου! ανοίξατε!

Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;