United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν.

Μετ' αυτών είχε μεταβή εις την νήσον Ρόδον, την κτήσιν ταύτην των ειρημένων ιπποτών. Ταύτα συνέβησαν προ δέκα ετών και επέκεινα. Η Σιξτίνα είχε διατρίψει επί τινα έτη εν Ρόδω. Σήμερον δε, ότε διέμενεν εν τη Μονή της Αγίας Περπετούας, έτυχεν αφορμής ν' αναμνησθή γεγονότα τινά από μακρού χρόνου τεθαμμένα εν τη διανοία αυτής.

Περιμένεις να φύγω, είπεν η Σιξτίνα. Η Αϊμά την παρετήρει έκπληκτος. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έλεγε τοσούτους λόγους η μοναχή. — Μήπως σ' ενοχλώ; επανέλαβεν αύτη. — Όχι, μήτερ μου. — Διατί δεν γευματίζεις; — Δεν έχω όρεξιν, είπεν η Αϊμά απορούσα διά την φιλοφροσύνην ταύτην, και δυσπιτούσα έτι μάλλον, επί τη αναμνήσει των νουθεσιών της Βεάτης.

Αλήθεια; είπεν η Αϊμά, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Όλα γίνονται. — Πώς; ειξεύρεις λοιπόν να μ' ειπής; έκραξεν η Αϊμά. — Ειμπορεί και να ειξεύρω, είπε πανούργως η Σιξτίνα. Αλλά πρέπει να έχης υπομονήν. — Ω, είπεν η Αϊμά μετ' ατονίας, και τούτο εσήμαινεν: Αλλ' έχω παραπολλήν. Έως τώρα τίποτε άλλο δεν είχα. — Δεν σου λέγω με βεβαιότητα τίποτε, κόρη μου, είπε θωπευτικώς η Σιξτίνα.

Αν είξευρεν ότι τα πάντα εγίνοντο όπως φωτίση τα βήματα της νυκτοπόλου Βεάτης, βεβαίως η Σιξτίνα ήθελε προτιμήσει να μείνη εις το πενιχρόν κελλίον της, να δαπανήση τα βήματα όσα έκαμεν εις τας γονυκλισίας, και να καύση το έλαιον προ της εικόνος της Αγίας Περπετούας μάλλον, ή προ των οφθαλμών της Βεάτης.

Οι χαρακτήρες του προσώπου τούτου, ους επιμελώς ηδυνήθη να παρατηρήση, ενεποίησαν αυτή παράδοξον εντύπωσιν. Προ δέκα ετών είχε γνωρίσει νεαρώτατόν τι πρόσωπον, παιδίον ως όλα τα παιδία, το οποίον με τους χαρακτήρας μεταβεβλημένους εκ της ηλικίας, ενεφανίζετο σήμερον εις τους οφθαλμούς αυτής. Δυνατόν να ηπατάτο η Σιξτίνα, αλλά πιθανόν να έβλεπεν ορθώς.

Όσον μάλλον εθεώρει την μορφήν ταύτην, τόσον μάλλον επείθετο περί της ομοιότητος, και περί της πιθανής ταυτότητος του προσώπου. Την τρίτην ημέραν η Σιξτίνα ήλθεν εις πειρασμόν να εκστομίση προς το εν λόγω πρόσωπον τα αισθήματα υφ' ων κατείχετο. Αλλ' οίμοι!

Είνε αληθές, είπεν η Σιξτίνα. — Ειξεύρεις λοιπόν; — Έκαμα την νοσοκόμον διά σε, κόρη μου, είπε μετ' ειλικρινούς συμπαθείας η Σιξτίνα. — Λοιπόν είνε η σειρά σας να μου διηγηθήτε, μήτερ μου. — Θα σοι διηγηθώ όσα ειξεύρω, απήντησεν η Σιξτίνα. Αλλά ποίους λόγους να είχεν ο άνθρωπος εκείνος διά να θελήση τον θάνατόν σου; — Αυτό δεν ειξεύρω, είπεν η Αϊμά. — Και όμως ήθελα να το μάθωμεν.

Εν τούτοις, αν με βοηθήσης... — Τι να σε βοηθήσω; είπεν αφελώς η Αϊμά. — Αλλά συ, φαίνεται, δεν ενθυμείσαι τίποτε. Αλλ' είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι αληθώς; — Τι θέλεις να ενθυμούμαι; — Την παιδικήν σου ηλικίαν. — Εγώ τω όντι δεν ενθυμούμαι, είπεν η Αϊμά. Το μόνον, οπού... — Λέγε, είπεν η Σιξτίνα, ιδούσα την νέαν διστάζουσαν. — Το μόνον οπού ενθυμούμαι είνε, ότι δεν πρέπει να είμαι παιδί των.

Έμελλε δε να μείνη επί μακρόν χρόνον ορθία ενταύθα, αν δεν επήρχετο εις αυτήν η προφυλακτική πρόνοια, ότι ήτο επόμενον η Σιξτίνα να εξέλθη όθεν εισήλθε, και τότε η Βεάτη έμελλε να καταληφθή επ' αυτοφώρω ωτακουστούσα. Η σκέψεις αύτη την έκαμε να τραπή εις φυγήν. Αλλ' ενταύθα πάλιν άλλη δυσκολία. Είπομεν ότι ήτο σκότος.